In The end of the Greek text is the text about our holy Father in English
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
Κορυφαία έκφραση της αληθινής κατά Χριστόν ζωής του κάθε συνειδητού πιστού και πιο πολύ του πραγματικού και τελείου Ιερέως, αποτελεί η ζωή και το έργο του αγίου Ιερέως Νικολάου του Πλανά, αγίου των ημερών μας.
Η ωραία, η εύανδρος και αγιοτόκος Νάξος, είχε την θεία εύνοια και ευλογία να είναι η Γενέτειρά του. Γεννήθηκε το έτος 1851. Οι γονείς του, Καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και καλοκάγαθοι, όπως όλοι οι νησιώτες, και εύποροι. Είχαν και ένα εμπορικό καΐκι, που πήγαινε από τη Νάξο στην Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μέσα σε κάποιο από τα κτήματα τους είχαν και ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο.
Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς από βρεφικής ηλικίας ήταν αγιασμένος. Τις περισσότερες φορές ως παιδί ήταν στον Ιερό αυτό Ναό και περνούσε πολλές ώρες ε κεί ψάλλοντας όσα ήξερε και φορώντας πολλές φορές, αντί ιερατικού φελωνίου, κάποια σεντόνι, μιμούμενος τούς Ιερείς. Μια μέρα έψαλλε τόσο κατανυκτικά, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό των περαστικών.
Η όλη του ζωή από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με την χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, εγνώριζε τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη, και το είπε στους γονείς του.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του - πατέρα της μητέρας του - ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να διαβάζει το Ιερό Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και τον διακονούσε στο Ιερό Βήμα, ενώ παράλληλα δεχόταν τα νάματα της Θείας Λατρείας.
Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες.
Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ.
Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός. Σε ηλικία δέκα επτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα απέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Και στην Ενορία αυτή και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης υπηρέτησε. Στον Άγιο Ελισσαίο λειτουργούσε καθημερινά.
Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο λειτουργός ο άγιας του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλωσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Όλοι εσέβοντο τον άγιο Νικόλαο, επίσημοι και αφανείς.
Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Βοηθούσε νεαρούς Διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά όσους είχαν ανάγκη.
Υπήρξε ο ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες του τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός του, κέντρο της ζωής του η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης.
Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι. Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι την 14η . Επίσης και των Ταξιαρχών ενήστευσε από τη 1η μέχρι και την 8η Νοεμβρίου.
Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνεδίαζε την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα.
Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως άριστα κατείχε την σοφία του Θεού.
Ο Θεός εδόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του. Εθεράπευε ασθενείς, απεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.
Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε προσφορά στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να οδηγηθεί στην αιώνια και αληθινή ζωή.
Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι οικείοι του τον φρόντισαν. Αλλά παρ' όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η υγεία του.
Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές. Είπε:
"Τον δρόμον τετέλευκα!". "Δόξα σοι ο Θεός!". "Η Θείο Χάρη να σας ευλογεί"
...και άλλα, και άφησε τον κόσμο αυτό.
Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου της Οδού Βουλιαγμένης, εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο!
Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού.
Η Αγία μας Εκκλησία ανεκήρυξε και επισήμως ως άγιο τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά κατά την 135 η Συνοδική Περίοδο (1991-1992) του Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, με εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ.κ. Νικοδήμου, και βεβαίως με την φροντίδα του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ.κ. Αμβροσίου.
Αναμφίβολα, είναι πολύ ωφέλιμο το να παρουσιάζονται στις μέρες μας ζωντανά πρότυπα, παραδείγματα που ενσαρκώνουν τον αληθινό τρόπο ζωής, δηλαδή τον τρόπο της κατά Χριστόν Ορθοδόξου ζωής.
Μεταξύ αυτών των σπουδαίων αγίων παραδειγμάτων, είναι και το παράδειγμα της ζωής του μεγάλου Ναξιώτη, του επιλέκτου τέκνου της Νάξου και της Ορθοδοξίας, του αγίου συμπατριώτη μας Ιερέως Νικολάου του Πλανά. Του αγίου, που δεν έζησε στα παλιά χρόνια, αλλά έζησε μόλις πριν εξήντα επτά χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί ηλικιωμένοι που ίσως τον θυμούνται, άρα είναι σύγχρονός τους.
Έτσι, ο υπεράξιος, ο εκλεκτός, ο άγιος αυτός ιερέας του Υψίστου. με την πάμφωτη ζωή του, φωτίζει άπλετα και τον δρόμο της δικής μας ζωής.
Η παρουσία του στην τοπική μας Εκκλησία, η διακονία του στον ευρύτερο χώρο της Εκκλησίας, η μαρτυρία του μέσα στην Ορθοδοξία, είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός, που πρέπει να αποτελέσει για όλους μας και μάλιστα για τους ιερείς μας κανόνα, υπογραμμό και πρότυπο πορείας.
Η ζωή του ας μας εμπνέει και οι άγιες ευχές του ας μας στηρίζουν. Αμήν.
Ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς εορτάζει κατά την καθιερωμένη Πανήγυρη της 2ας Μαρτίου. Εάν η ημέρα της Εορτής συμπίπτει κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, τότε η Μνήμη του εορτάζεται κατά την επομένη Κυριακή.
Ωσαύτως, εορτάζει την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την καθιερωθείσα προσφάτως Σύναξη των Πέντε Αγίων της Παροναξίας, η οποία τελείται στον νεόδμητο Ι. Ναό των Ναξίων Αγίων Νικοδήμου του Άγιορείτου και Νικολάου του Πλανά ‚στην πόλη της Νάξου.
Ακόμη, την Τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στην Πάρο, όπου επίσης τελείται η Σύναξη των Αγίων.
Οι Ασματικές Ακολουθίες του Αγίου Νικολάου του Πλανά, οι οποίες ευρίσκονται σε λειτουργική χρήση, συντάχθηκαν από τον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο, και από τον Αρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ηγούμενο της Ι. Μονής Λειμώνος Λέσβου.
Επιμέλεια κειμένου: Αρχιμ. Αλέξανδρος Μοστράτος, Ιεροκήρυξ
- Πρωτοσυγκελλεύων Ι. Μητροπόλεως Παροναξίας
LIFE OF ST. NICHOLAS PLANAS (1851-1932)
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
Κορυφαία έκφραση της αληθινής κατά Χριστόν ζωής του κάθε συνειδητού πιστού και πιο πολύ του πραγματικού και τελείου Ιερέως, αποτελεί η ζωή και το έργο του αγίου Ιερέως Νικολάου του Πλανά, αγίου των ημερών μας.
Η ωραία, η εύανδρος και αγιοτόκος Νάξος, είχε την θεία εύνοια και ευλογία να είναι η Γενέτειρά του. Γεννήθηκε το έτος 1851. Οι γονείς του, Καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και καλοκάγαθοι, όπως όλοι οι νησιώτες, και εύποροι. Είχαν και ένα εμπορικό καΐκι, που πήγαινε από τη Νάξο στην Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μέσα σε κάποιο από τα κτήματα τους είχαν και ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο.
Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς από βρεφικής ηλικίας ήταν αγιασμένος. Τις περισσότερες φορές ως παιδί ήταν στον Ιερό αυτό Ναό και περνούσε πολλές ώρες ε κεί ψάλλοντας όσα ήξερε και φορώντας πολλές φορές, αντί ιερατικού φελωνίου, κάποια σεντόνι, μιμούμενος τούς Ιερείς. Μια μέρα έψαλλε τόσο κατανυκτικά, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό των περαστικών.
Η όλη του ζωή από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με την χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, εγνώριζε τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη, και το είπε στους γονείς του.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του - πατέρα της μητέρας του - ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να διαβάζει το Ιερό Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και τον διακονούσε στο Ιερό Βήμα, ενώ παράλληλα δεχόταν τα νάματα της Θείας Λατρείας.
Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες.
Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ.
Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός. Σε ηλικία δέκα επτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα απέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Και στην Ενορία αυτή και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης υπηρέτησε. Στον Άγιο Ελισσαίο λειτουργούσε καθημερινά.
Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο λειτουργός ο άγιας του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλωσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Όλοι εσέβοντο τον άγιο Νικόλαο, επίσημοι και αφανείς.
Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Βοηθούσε νεαρούς Διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά όσους είχαν ανάγκη.
Υπήρξε ο ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες του τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός του, κέντρο της ζωής του η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης.
Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι. Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι την 14η . Επίσης και των Ταξιαρχών ενήστευσε από τη 1η μέχρι και την 8η Νοεμβρίου.
Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνεδίαζε την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα.
Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως άριστα κατείχε την σοφία του Θεού.
Ο Θεός εδόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του. Εθεράπευε ασθενείς, απεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.
Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε προσφορά στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να οδηγηθεί στην αιώνια και αληθινή ζωή.
Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι οικείοι του τον φρόντισαν. Αλλά παρ' όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η υγεία του.
Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές. Είπε:
"Τον δρόμον τετέλευκα!". "Δόξα σοι ο Θεός!". "Η Θείο Χάρη να σας ευλογεί"
...και άλλα, και άφησε τον κόσμο αυτό.
Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου της Οδού Βουλιαγμένης, εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο!
Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού.
Η Αγία μας Εκκλησία ανεκήρυξε και επισήμως ως άγιο τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά κατά την 135 η Συνοδική Περίοδο (1991-1992) του Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, με εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ.κ. Νικοδήμου, και βεβαίως με την φροντίδα του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ.κ. Αμβροσίου.
Αναμφίβολα, είναι πολύ ωφέλιμο το να παρουσιάζονται στις μέρες μας ζωντανά πρότυπα, παραδείγματα που ενσαρκώνουν τον αληθινό τρόπο ζωής, δηλαδή τον τρόπο της κατά Χριστόν Ορθοδόξου ζωής.
Μεταξύ αυτών των σπουδαίων αγίων παραδειγμάτων, είναι και το παράδειγμα της ζωής του μεγάλου Ναξιώτη, του επιλέκτου τέκνου της Νάξου και της Ορθοδοξίας, του αγίου συμπατριώτη μας Ιερέως Νικολάου του Πλανά. Του αγίου, που δεν έζησε στα παλιά χρόνια, αλλά έζησε μόλις πριν εξήντα επτά χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί ηλικιωμένοι που ίσως τον θυμούνται, άρα είναι σύγχρονός τους.
Έτσι, ο υπεράξιος, ο εκλεκτός, ο άγιος αυτός ιερέας του Υψίστου. με την πάμφωτη ζωή του, φωτίζει άπλετα και τον δρόμο της δικής μας ζωής.
Η παρουσία του στην τοπική μας Εκκλησία, η διακονία του στον ευρύτερο χώρο της Εκκλησίας, η μαρτυρία του μέσα στην Ορθοδοξία, είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός, που πρέπει να αποτελέσει για όλους μας και μάλιστα για τους ιερείς μας κανόνα, υπογραμμό και πρότυπο πορείας.
Η ζωή του ας μας εμπνέει και οι άγιες ευχές του ας μας στηρίζουν. Αμήν.
Ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς εορτάζει κατά την καθιερωμένη Πανήγυρη της 2ας Μαρτίου. Εάν η ημέρα της Εορτής συμπίπτει κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, τότε η Μνήμη του εορτάζεται κατά την επομένη Κυριακή.
Ωσαύτως, εορτάζει την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την καθιερωθείσα προσφάτως Σύναξη των Πέντε Αγίων της Παροναξίας, η οποία τελείται στον νεόδμητο Ι. Ναό των Ναξίων Αγίων Νικοδήμου του Άγιορείτου και Νικολάου του Πλανά ‚στην πόλη της Νάξου.
Ακόμη, την Τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στην Πάρο, όπου επίσης τελείται η Σύναξη των Αγίων.
Οι Ασματικές Ακολουθίες του Αγίου Νικολάου του Πλανά, οι οποίες ευρίσκονται σε λειτουργική χρήση, συντάχθηκαν από τον Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο, και από τον Αρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ηγούμενο της Ι. Μονής Λειμώνος Λέσβου.
Επιμέλεια κειμένου: Αρχιμ. Αλέξανδρος Μοστράτος, Ιεροκήρυξ
- Πρωτοσυγκελλεύων Ι. Μητροπόλεως Παροναξίας
LIFE OF ST. NICHOLAS PLANAS (1851-1932)
"The Simple Shepherd Of The Simple Sheep"
It is necessary in the materialistic age in which we live, to become acquainted with holy personalities which our long-suffering Lord sends us, so that we can be assured that He has not abandoned us. One such personality is "Papa" (Father) Nicholas Planas, who lived in the beginning of our century
HIS BIRTH.
He was born in Naxos in 1851. His parents, Captain John and Augustina, were quite well off but were also good people, with the simple and pure soul which distinguishes island people. They had their own estate, with a little chapel in the middle of it by the name of Saint Nicholas. Very frequently little Nicholas Planas would hide in the chapel wearing a bed sheet, and he would chant whatever he knew, as he was still a small child. At other times he would gather his friends, and they would "celebrate" the Divine Liturgy.
He learned his first letters from his grandfather, Father George Melissourgos. Near him, Nicholas learned to read the psalter. He observed his grandfather's every movement in the Holy Altar and followed him in all the liturgies he did in the innumerable country chapels.
One winter night--as Papa Nicholas himself related about his childhood life--they were sitting near the fireplace and he told his father, "Father, at this moment our boat, the Evangelistria, is sinking outside Constantinople."
Trembling, his father said to his wife, "Woman, what is the child saying?"
And truly, at that moment their boat was sinking. Immediately, to dismiss the idea of holy foreknowledge which he had, he said, "All small children have foreknowledge." (And because he didn't have any teeth he spoke like a little child).
His father died young. He had been pained in soul, not only for the loss of their boat, but even more so for the young lads who were lost along with it. Thus he left Nicholas an orphan at fourteen years of age. His mother took him and they went--together with his sister--to Athens. At that time Athens began at the Acropolis and reached up to Panaghia Vlassarou Church. They settled somewhere between St. John of Plaka and St. Panteleimon of Ilissou because there were quite a few Naxiotes builders and workers there. Their days were difficult. His mother worked washing other homes so that they could survive. She took her children together with her no matter where she was working, because she was afraid of Athens. She trembled at the idea that they might take the evil path.
HIS ORDINATION
When he reached seventeen years of age, his mother married him off to a good girl from Kythira, Eleni Provelegiou. They had one child. Afterwards he was ordained a deacon in the Church of the Transfiguration, Plaka, on July 28, 1879. Five years later, on March 2, 1884, he was ordained a priest in the church of the Holy Prophet Elisha. In the meantime, however, his wife reposed. And so, carrying the burden of being a widower, he entrusted himself and his son John to God's mercy. He had no estate because had split it with his sister and had put his own portion as collateral on a loan, so that a compatriot of his could be saved from debt.
He was compassionate, and had no care for worldly things or estates. Night and day he was absorbed in divine worship, and with his small parish of St. Panteleimon in Neo Kosmo which was comprised of thirteen families. The people loved him. His simplicity, his island piety, his kindness, his chastity, his lack of love for money, drew everyone to divine worship. Everyone wanted him to bless their homes, their stores. And he ran everywhere joyously. From aristocratic homes down to the poorest homes, he never kept a drachma on him. The poor always waited outside the church for him to distribute whatever he had in his pocket.
However, a certain priest without a parish of his own, in cooperation with the council members of St. Panteleimon, kicked him out of his parish and sent him to the Church of Saint John, ("the Hunter" as they called it then) in Vouliagimeni. The new parish was very poor and was comprised of eight families. His payment as a priest was one piece of meat from the fattened lamb of Meatfare Sunday or Christmas. This did not brother him, however, because fasting was most important in his life. So long as he had a church in which to liturgize, he was happy.
His having been kicked out of St. Panteleimon, however, bothered him a lot. One night, as he was leaving St. John to go home, he was crying on the road. The place was deserted at that hour. Suddenly he saw on his path a young lad said to him,
"Why are you crying, Father?"....
"I'm crying, my child, because they kicked me out of St. Panteleimon's."
"Don't be said, Father. I am always with you."
"Who are you, my child?"
"I am Panteleimon, who lives in Neo Kosmo."
And immediately he vanished from in front of him.
Every year, on the feast of St. Panteleimon, he would go to the Saint's church in Neo Kosmo and do a vigil. One year, as he himself related, he was sick and had a fever. His relative did not allow him to go for his customary vigil. But because of the love which Father Nicholas had for the Saint, he went anyway. "That night," he himself said,
"after the Liti, exhausted, I leaned on the edge of the Holy Table. In the delirium of the fever I saw the Saint in front of me, young and vigorous, holding a small glass full of medicine, and he told me, 'Drink it, my Father, to become well.' I took it from the hand and drank it and became completely well. The fever left me. For a whole week out through the Royal Gate and said, 'My children, I was very sick tonight, and at this moment Saint Panteliemon gave me medicine and I drank and became well.' Everyone believed it and knelt down, glorifying the Saint."
HIS LITURGIES.
For fifty consecutive years he liturgized daily from 8.a.m. til 2.p.m., in snows, in revolutions. Not even with the invasion of the Anglo-French in 1917 did he interrupt his series of Liturgies. In the narrow streets of the Acropolis at 2:00 in the afternoon in July, he would liturgize in small chapes, as the sweat settled on the sacred vestments of this true laborer in Christ's vineyard.
HIS FASTS.
He ate every night. He fasted from oil every lenten period. As a confessor he was not strict about fasting, though when it concerned himself, he was very strict. One day someone gave him a little chocolate and told him it was fastworthy. He took it in his hand, looked at it closely and said, "Just to sure, take it back!"
HIS "BILLS AND CONTRACTS".
He commemorated names for whole hours. First, departed patriarchs, metropolitans, priests, deacons and the Naxiotes, and the Athenians. The names they gave him, he commemorated for many months. Every now and then his spiritual children, to give him some rest, would take the old papers and secretly rip them up, because he took them with him to all the churches. He would place them in two large handkerchiefs and tie them up like a type of package, and place them on his hip. When he would arrive home and take them off his hip--because he had two packages, one with names and the other with holy relics--they would ask him.
"What are these packages?"
And he would respond,
"My bills and my contracts."
"Aren't you tired, Father? When will you rest?"
He would cross his hands and humbly respond,
"I shall chant to my God as long as I live."
When he would go into church, a stir would occur from the reception people would give him. Some would kiss his hands, others his cassock, others his little head since he was short. Most of the time he liturgized in the church of the Prophet. On feast days he would he would go to his own parish. In the church of St. John there was a caretaker who disliked the elder. One day she swore at him with hand gestures, and at night she saw Saint John saying to her, "What did my servant do to you that you would swear at him like that?" And he gave her a slap on the cheek. In the morning her cheek was black and blue. The next day when Father Nicholas went to church the caretaker went in front of him, fell at his feet, asked his forgiveness, and simultaneously asked him to step on her hands. The meek and clam one went off to one side. She shouted, "Step on them, Father!" And again he responded, "But why should I step on them?" This lasted quite a while until he forgave her for what she had done, even though he had not noticed it.
HIS PATIENCE AND FORBEARANCE.
His patience and forbearance were unlimited. He had a helper, Michael, who always accompanied him and chanted if no one else was there. Even though he loved the elder a lot, at the same time he tormented him. On freezing days of winter when he was forced to be near Father Nicholas while he commemorated for unending hours, Michael would shout "Come o-o-on, Father-er-er-er! You are looking to take the dead out of hades and bury us with the cold..." Another time, he did not allow him to do a supplication service to the Panaghia at the end of the Liturgy. Father Nicholas was pout-faced all day and would say to himself, "Imagine Michael not allowing me to do a supplication service!..." And he would repeat again, "Imagine, he wouldn't allow me." When sometimes they argued in church, the elder would hide in the altar so as not to take part. And once he was advising one of his spiritual children on how to restrain her anger, and would say, "Do you think, my child, that I don't know how to speak out? I know but I think of the result."
HIS SANCTITY.
The children who were in church would see him shining with heavenly light, doing unexplainable gestures, or remaining for a long time attentive, as if something were happening to him. These were the moments when he was communicating with the saints and being drenched with the light of Paradise. Many times they would see him not standing on the ground. A little eight year old child once came out white from the altar and told his mother "Mo-o-om, Father Nicholas is this high off the ground" and he showed her with his hand a half cubit above the ground. "Don't be afraid, my child, all priests are elevated off the ground that way when they serve the Liturgy," his mother responded, doing her cross to settle him down.
The children would see him being elevated to the sky and not stepping upon the ground, because he scorned all earthly and material things. His mind was high up, on Him Who He worshipped, and he would not turn his eyes to look at what the people call material goods.
HIS LACK OF LOVING MONEY.
Once some for whom he had read a supplication service gave him a respectable sum of money in a sealed envelope. He gave it away immediately, still sealed, to a poor woman. The man who gave it to him got upset and said, "Why, that blessed one, wouldn't he even look at what I gave him?"
He told a spiritual daughter of his that he had cut a payment to eleven families of widows and orphans, and furthermore, he said, the young widows especially have need, because poverty urges them to corruption.
A lot of money would pass through his hands, but he would keep nothing. He would immediately give it away to charity. Many times he remained without even a penny for himself. Once he took a horse and carriage to take him somewhere, without noticing that he did not have any money. The carriage driver said to him,
"Aren’t you the parish priest of St. John's, Father Nicholas?"
"Yes, my child, I am."
"Well, I don't want money, just your blessing!"
Another time some people where discussing politics at a certain house.
"So, what do you say, Father?" they asked him.
Once he recovered from the depth of his thought, he wanted to say something.
"Who is governing now?"! Imagine how little knowledge he had of secular matters.
THE APPEARANCE OF ANGELS.
Once he set out on his own to go to chapel in Peristeri, but he lost his way. He advanced, distressed and praying, without knowing where he was going, until he saw a young lad in front of him, saying to him, "Did you lose your way, Father? I will guide you." The young lad went in front and Father Nicholas went behind, and they reached the door of the church. Here he, himself, relates what happened: "As soon as we reached outside the door, I turned to give him thanks, and immediately he shone brilliantly, and I lost him."
When he served the Liturgy, he wanted everything to contribute to the majesty of the Divine Liturgy. He chanted with such contrition that he would hear the angels chanting with him. Once, he asked a spiritual daughter of his whether she also heard the angels. "No, my Father, I don't hear them." Immediately he repented and said to himself, "I shouldn't have said it, I shouldn't have said it..."
For the duration of the half century in which he served the Liturgy without a break, he never lacked prosphora (holy bread used for the Holy Divine Liturgy). Always some woman would bring it the night before or some nearby bakery would provide it for him. One day the Mattins had proceeded quite a way and no prosphora could be seen anywhere. He sent helpers to go to the women he knew always had prosphora; he looked in the cupboards of the sanctuary --nothing. He was distressed to the point that he started to cry. After such a continuance of liturgies for a cessation to occur now! Whereupon they saw him coming out of the Holy Royal Doors holding a prosphora (the Seal only, not the whole loaf), which was still very warm and which he had found on the altar table. Moved with joy, he said, "My children, what a sign God did for me!" All miracles he called signs. He did not delve too deeply into these phenomena; he considered them natural, out of his great faith. And he did not comment very much about them, so as not to put on himself.
One night, the eve of the feast of the Holy Hieromartyr Phocas was dawning. One of his spiritual children saw a majestic priest behind Father Nicholas, who was observing how they were chanting the Holy Divine Liturgy. When she mentioned this to the elder, he said to her, bringing his finger to his lips, "Shhh! It is the Hieromartyr Phocas."
A CORRECTION OF VAINGLORY.
Father Nicholas knew how to censure, to correct, to enlighten souls, without rhetorical sermons, but merely with his life, his presence. A rich woman got sick, and her cousin suggested that they bring Father Nicholas to read a prayer for health. The daughter of the sick woman liked external propriety. So she said, "Let's bring a more respectable looking priest from the bigger churches, and not him, who will be dusty from church," etc. That night she saw Father Nicholas in her sleep, with all gold vestments, saying to her, "Do I please you, my child?" Startled, she awoke and stove to call father to read a prayer for health. When he came, the daughter of the sick woman ran piously, and she knelt down to kiss his hand, he said to her, "Did I please you as you saw me, my child?" Awe and astonishment rushed all through her body. Never did she expect such a rebuke for her vanity.
Yet one other incident reveals the unsurpassed faith and piety which he had in the performance of his sacred duties. He went one day to commune a leper, but the illness had destroyed his lips so much that he could not take the Holy Body of the Lord, and it fell a little to the side of his mouth. Without hesitation, Father knelt and took the Divine Pearl which had fallen, and "consumed It"! Those who have a difficult time consuming because they fear germs should see this!! What a blasphemy! The irrational thoughts of darkened unbelievers....
In the various churches where he celebrated he was the consolation and refuge of people. He was the "sacred little elder" who comforted every human pain. His reputation had extended to the various eparchies also, and people hastened form everywhere to hear him liturgize, to kiss his hand, for him to bless them... He reached 84 years of age and had never been slandered once, nor did anyone say anything against him. Everyone knew him and respected his holy personality. When he passed by they greeted him, taking off their hats.
On March 2, 1932, however, his holy life reached its end. He served the Liturgy for the last time on the Sunday of the Prodigal Son. As soon as he consumed the Holy Cup, he suffered a light fainting and was transported home, where his son John, and his daughter-in-law, Marigoula, offered their last services to their holy father. Like a little bird he gave up his holy soul to Him Whom he had worshipped his whole life long. News of the grievous event spread to all of Athens. People ran to venerate the relic of the venerable elder. Everyone wanted to kiss his hand for the last time. The Archbishop of Athens, Chrysostom Papadoupoulos, suggested that the burial take place at night so that everyone could embrace him. Thus it happened.
His body was buried in the courtyard of the church of Saint John. His bones were placed in a siler reliquary in the new majestic church of St. John. His whole life was proof of the divine power and wisdom which God the Creator grants to those who love Him and keep His commandments.
For this reason the noted writers, Alexandros Papadiamantis and Alexandros Moraitidis, attached themselves to the disciples of the uneducated but wise priest (they would always chant near Father Nicholas). For this reason great spiritual names such as the Abbot of the Sacred Monastery of Longovarda, Paros, the Archimandrite Zervakos, praised him.
The Church of Greece, with an introduction from the Metropolitan of Patras, Nikodemos, who personally had met Saint Nicholas was granted to get his blessing, asked the Ecumenical Patriarchate to recognize Father Nicholas Planas' holiness. With a special Synodical Deed, the Patriarchate numbered him in the listing of saints of the Orthodox Church, and appointed that his memory be celebrated on March 2nd.
Editors notes: The holy Canonization of Father Nicholas Planas took place in 1992.
Content written/compiled by Father Nektarios Serfes.
(c)2002 Father Nektarios Serfes
(c)2002 Father Nektarios Serfes