Ο νεομάρτυς αυτός γεννήθηκε το 1913 και ήταν παιδί του Γεωργίου και της Μαγδαληνής Χασάπη ή Ουρουντιώτη, καθώς και ο δίδυμος αδελφός του αρχιμανδρίτη Ελπιδίου. Οι γονείς του αν και κατάγονταν από το χωριό Ορούντα της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου, έμεναν στην ενορία του Αγίου Σάββα στη Λευκωσία, αφού ο πατέρας του αγίου είχε δικό του πανδοχείο και φούρνο. Μαζί με τον αδελφό του Ελπίδιο έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο για προσευχή και διάβαζαν Βίους Αγίων, από όπου ιδιαιτέρως τους συγκίνησε ο βίος του Οσίου Ιωάννου του Καλυβίτη, που κατά κάποιον τρόπο επέδρασε πάνω τους, ώστε να θέλουν να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο. Επίσης, εκτός από τη μητέρα τους, ιδιαίτερη επίδραση στο να αποκτήσουν εκκλησιαστική και ορθόδοξη συνείδηση είχε πάνω τους και η γιαγιά τους Λωξάντρα. Σε ηλικία 14 ετών τα δύο αδέλφια πηγαίνουν στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου και μετά στα Ιεροσόλυμα, όπου φοιτούν στο εκεί Γυμνάσιο. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο το 1939 ο μεν Ελπίδιος υπηρέτησε ως πρεσβύτερος σε διάφορους τόπους και εκοιμήθη στις 29 Νοεμβρίου 1983. Ο δε Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα και το 1979 διορίστηκε υπεύθυνος στο Φρέαρ του Ιακώβ. Όπου, εκεί το Νοέμβριο του 1979 την ώρα που ο άγιος τελούσε τον Εσπερινό, τον δολοφόνησαν με τσεκούρι φανατικοί Εβραίοι.
Μια εβδομάδα πριν, μια ομάδα φανατικών σιωνιστών πήγε στο μοναστήρι του Φρέαρ του Ιακώβ, ισχυριζόμενοι ότι ήταν Εβραϊκός ιερός τόπος και απαιτώντας όπως όλοι οι Σταυροί και οι εικόνες να απομακρυνθούν. Βέβαια, ο άγιος επεσήμανε ότι το πάτωμα στο οποίο ήταν τώρα είχε κατασκευαστεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο πριν από το 331 μ.Χ. και ότι χρησιμοποιήθηκε ως Ορθόδοξος Χριστιανικός ιερός τόπος για δεκαέξι αιώνες πριν το ισραηλινό κράτος έχει δημιουργηθεί, και ότι ήταν στα χέρια των Σαμαρειτών οκτώ αιώνες πριν από αυτό, (το υπόλοιπο του αρχικού ναού είχε καταστραφεί κατά την εισβολή του Σάχη Χοσράν Παρνίς στον έβδομο αιώνα, κατά την οποία οι Εβραίοι είχαν σφαγιάσει όλους τους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ.) Η ομάδα έφυγε με απειλές, ύβρεις και αισχρότητες του είδους που οι ντόπιο χριστιανοί υποφέρουν τακτικά. Μετά από λίγες μέρες, στις 29 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια μιας χειμαρρώδης νεροποντής, μια ομάδα σιωνιστών γύρισε στο μοναστήρι. Ο άγιος είχε ήδη βάλει το πετραχήλι του για τον Εσπερινό. Η αποσπασματική κοπή των τριών δακτύλων με το οποίο έκανε το σημείο του Σταυρού του έδειξε ότι είχε βασανιστεί σε μια προσπάθεια να τον κάνουν να αρνηθεί την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη.Το πρόσωπο του είχε χαραχθεί άγρια στη μορφή του Σταυρού. Η εκκλησία και ιερά σκεύη είχαν όλα καταστραφεί από την διάπραξη της ιεροσυλίας.
Το σκήνωμα του αγίου παραδόθηκε στους ορθοδόξους μετά από 6 μέρες, αλλά διατηρούσε την ευκαμψία του και ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Σιών. Μετά από τέσσερα χρόνια στην ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, το σώμα βρέθηκε άφθαρτο και ευωδίαζε. Τότε, έκλεισαν τον τάφο και τον ξανάνοιξαν τα Χριστούγεννα του 1984, οπότε το ιερό σκήνος διατηρούσε μερική αφθαρσία και το τοποθέτησαν σε υάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του ιερού βήματος στο ναό της Αγίας Σιών.
O ιερομάρτυς Φιλούμενος συγκαταλέχθηκε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων στις 30 Αυγούστου του 2008, οπότε και το άφθορο άγιο σκήνωμα του μεταφέρθηκε στο προσκύνημα του φρέατος του Ιακώβ όπου και μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού.
Η μνήμη του τιμάται την 29η Νοεμβρίου, εξαιρέτως Δε στην κοινότητα της Ορούντας με παννύχιο αγρυπνία.
ΠΗΓΗ : http://makrigiannisvoice.blogspot.com/2009/12/blog-post_6036.html
Πατριαρχική Πράξις Αγιοκατατάξεως του Ιερομάρτυρος Φιλούμενου
Η των Ιεροσολύμων Αγία του Χριστού Εκκλησία, τεθεμελιωμένη επί του θεορρύτου αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του κενωθέντος επί του Φρικτού Γολγοθά υπέρ αφέσεως των αμαρτιών και σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, εκαρποφόρησεν εις τους κόλπους αυτής μάρτυρας, οι οποίοι το αίμα αυτών εξέχεαν ως προσφοράν και αντίδοσιν ευγνωμοσύνης και αγάπης τω εκουσίως υπέρ αυτών Σταυρωθέντι και εκ νεκρών Αναστάντι.
Πρώτος των μαρτύρων τούτων τυγχάνει ο πρωτομάρτυς και αρχιδιάκονος Στέφανος, όστις, κατά μίμησιν του Σωτήρος αυτού, ετελειώθη, προσευχόμενος υπέρ των λιθοβολούντων αυτόν (Πραξ. 7, 60).
Τούτον ηκολούθησεν ο άγιος Ιάκωβος, υιός Ζεβεδαίου και αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, τον οποίον «Ηρώδης ο βασιλεύς ανείλε μαχαίρη». (Πραξ. 12, 1-2).
Μετ’ αυτόν ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος ιεράρχης της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, εκρημνίσθη υπό των αρνουμένων τον Κύριον από του πτερυγίου του ναού του Σολομώντος και ετελειώθη, προσευχόμενος υπέρ των διωκτών αυτού.
Επί τα ίχνη τούτου επορεύθη ο συγγενής αυτού και διάδοχος εις τον Θρόνον, Συμεών επίσκοπος Ιεροσολύμων, ο επί Τραϊανού εις Πέλλαν της Υπεριορδανίας καταβασανισθείς και σταυρωθείς εις ηλικίαν των εκατόν και είκοσιν ετών.
Η αποστολική περίοδος της Εκκλησίας Ιεροσολύμων σεμνύνεται δια τους τέσσαρας τούτους λαμπρούς νοερούς αδάμαντας αυτής, ουχ ήττον όμως και η μεταποστολική τοιαύτη επί του απηνούς διωγμού του Διοκλητιανού σεμνύνεται δια τον Ιεροσολυμίτην αποκεφαλισθέντα μάρτυρα Προκόπιον, τους εν Γάζη μαρτυρήσαντας Τιμόθεον, Αγάπιον και Θέκλαν, τον ιδρυτήν της εν Καισαρεία Βιβλιοθήκης αποκεφαλισθέντα μάρτυρα Πάμφιλον, τους εν Ασκάλωνι αποκεφαλισθέντας Πρόμον και Ηλίαν, τον εν Ιαμνεία Παύλον και άλλους αληθώς και θαυμαστώς πολλούς, ανηλεώς βασανισθέντας και μαρτυρικώς τελειωθέντας εις πάσας σχεδόν τας πόλεις της Αγίας Γης, περί «ων επιλείψει ημάς ο χρόνος διηγουμένους». ( Εβρ. 11, 33).
Εις την σεπτήν χορείαν των μαρτύρων τούτων των πρώτων αιώνων της ζωής της Εκκλησίας, οίτινες ηρνήσαντο απαρνήσασθαι Χριστόν, ανήκουν και όσοι εις τους ακολουθήσαντας αιώνας δια Χριστόν και την αλήθειαν και ακεραιότητα της Ορθοδόξου ημών πίστεως κατεδιώχθησαν, οίον ο εις Περσίαν μετά του τιμίου Σταυρού απαχθείς αοίδιμος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ζαχαρίας και οι εν τη Μονή του αγίου Σάββα του ηγιασμένου υπό των Περσών αναιρεθέντες Πατέρες.
Εις το ιερόν σύνταγμα τούτων τάσσονται και όσοι εκ του Τάγματος των Σπουδαίων μοναχών ηγωνίσθησαν και την ψυχήν αυτών έθεσαν υπέρ των Παναγίων Προσκυνημάτων, των απτών τούτων μαρτυρίων και τεκμηρίων της επί γης ενδημίας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, οίον ο περιβόητος επ’ αρετή και αγιότητι Πατριάρχης Ιεροσολύμων Λεόντιος.
Εις τούτων τυγχάνει και ο εν τοις καθ’ ημάς χρόνοις βιώσας, αείμνηστος Αγιοταφίτης Αρχιμανδρίτης Φιλούμενος, καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Φρέατος του Ιακώβ.
Ούτος εξ Ορούντος της αγιοτόκου νήσου Κύπρου καταγόμενος, αφίχθη εις Ιεροσόλυμα εις νεαράν ηλικίαν, έχων εν εαυτώ την παρά των ευσεβών και πολυτέκνων γονέων αυτού παιδείαν και νουθεσίαν Κυρίου και την εν τη ιερά Μονή Σταυροβουνίου μοναχικήν δοκιμήν.
Φοιτών εις την Πατριαρχικήν Σχολήν, διεκρίνετο επί επαινετή επιμελεία και χρηστοίς ήθεσι. Αποφοιτήσας αυτής, ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα, εντασσόμενος εις το μοναστικόν Τάγμα των Σπουδαίων μοναχών, φυλάκων του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ως μοναχός εζήλου τους τρόπους των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, ήτοι ακρίβειαν εν ταις καθ’ ημέραν κατ’ ιδίαν προσευχαίς και εν τη Εκκλησία ακολουθίαις, άκραν εγκράτειαν, νηστείαν και λιτότητα.
Κληθείς εις το αξίωμα της ιερωσύνης υπό της Μητρός των Εκκλησιών και δεχθείς αυτό, κατέδειξεν εαυτόν πιστόν οικονόμον των μυστηρίων του Χριστού εις τας ανατεθείσας αυτώ ποικίλας προσκυνηματικάς και ποιμαντικάς διακονίας, ως αυτής του ηγουμένου της ιεράς Μονής των Αγίων Αποστόλων εν Τιβεριάδι, ηγουμένου της ιεράς Μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ εν Ιόππη, ηγουμένου της εν Ιεροσολύμοις ιεράς Μονής των Αρχαγγέλων, Διευθυντού του Οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής, ηγουμένου της ιεράς Μονής του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και του Προφήτου Ηλιού, Τυπικάρη εν τω μοναστηριακώ ναώ των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ηγουμένου της εν Ραμάλλα ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και εν τέλει ηγουμένου της ιεράς Μονής του Φρέατος του Ιακώβ εν Νεαπόλει τής Σαμαρείας.
Την διακονίαν ταύτην της «πηγής του Ιακώβ» (Ιω. 4, 6) «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιω. 4, 23) επετέλει, στοιχών τη παρ’ αυτή υπό του Κυρίου ρηθείση εντολή «πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». (Ιω. 4, 24). Απειλούμενος υπό κατά καιρούς εμφανιζομένου αλλοδόξου πεφανατισμένου επισκέπτου, ίνα εγκαταλείψη το προσκύνημα, μηδόλως υπέκυπτε.
Εις το παρεκκλήσιον του Φρέατος ευρισκόμενος και την ειθισμένην αυτώ εσπερινήν ακολουθίαν επιτελών, το εσπέρας της 16ης/29ης Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1979, εδέχθη ύπουλον και βιαίαν επίθεσιν, φθόνω του μισοκάλου δαίμονος, υπό του απειλούντος αυτόν ανοσίου ανδρός, όστις δια πελέκεως ήνοιξε βαθείαν σχισμήν εις το μέτωπον αυτού, απέκοψεν αυτώ τους δακτύλους της δεξιάς χειρός, δραπετεύων δε εξεσφενδόνισε χειροβομβίδα και απετελείωσεν αυτόν.
Τα θραύσματα της χειροβομβίδος άφησαν ξύσματα και αι σταγόνες του αίματος αυτού άφησαν τα ίχνη και τα στίγματα αυτών ορατά άχρι της σήμερον επί των τοίχων του παρεκκλησίου του Φρέατος εις μνημόσυνον αιώνιον του μαρτυρίου αυτού, επιστέψαντος την οσιακήν ζωήν αυτού.
Ως η ζωή αυτού ούτω και ο θάνατος αυτού ήτο μία ομολογία πίστεως, ομολογία αίματος, εις τον τόπον επί του οποίου ο Κύριος εις την Σαμαρείτιδα, λέγουσαν «οίδα ότι έρχεται Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός» (Ιω. 4, 25), απεκάλυψεν Εαυτόν απεριφράστως, λέγων αυτή «εγώ ειμι, ο λαλών σοι» (Ιω. 4, 26).
Δια του μαρτυρίου αυτού ούτος εγένετο συμμάρτυς Φωτεινής της Σαμαρείτιδος και των υιών και των αδελφών αυτής, διο και νοτίως του επ’ ονόματι αυτής κεντρικού ναού τούτου επαξίως αφιερώθη αυτώ παρεκκλήσιον επ ὀνόματι αυτού, εν ω και το σεπτόν αυτού λείψανον μετακομισθέν επαναπαύεται ως πηγή δυνάμεως και ιάσεων τοις εν πίστει και ευλαβεία τιμώσιν αυτό.
Εγένετο δε συμμάρτυς και του εκ της πόλεως της Νεαπόλεως καταγομένου αγίου Ιουστίνου, του φιλοσόφου και μάρτυρος, προς τιμήν του οποίου το έτερον βόρειον παρεκκλήσιον.
Τούτον μετά την μαρτυρικήν τελευτήν αυτού και δια σημείων μαρτυρηθέντα τοις ανθρώποις υπό του Θεού και εις τας συνειδήσεις πολλών εκ των τιμίων μελών τής Εκκλησίας καθιερωθέντα ήδη ως ιερομάρτυρα, συγκατατάσσομεν επισήμως σήμερον μετά συμπλήρωσιν τριακονταετίας από της ημέρας του μαρτυρίου αυτού, συνωδά τη αποφάσει της Συνεδρίας Ν’ / 11-9-2009 της περί Ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, εις τας δέλτους του συναξαρίου αυτής, ίνα εορτάζηται ως νέος ιερομάρτυς εν τη ημέρα του μαρτυρίου αυτού, 16η/29η Νοεμβρίου εκάστου έτους, προς όφελος ψυχών και δόξαν του εν Τριάδι αγίου Θεού ημών.
Το ιερόν εκκλησιαστικόν γεγονός τούτο κοινοποιούμεν σήμερον παντί τω πληρώματι της Σιωνίτιδος Εκκλησίας και ταις κατά τόπους αδελφαίς Ορθοδόξοις Εκκλησίαις, προς εορτασμόν αιώνιον εφεξής της μνήμης του νέου ιερομάρτυρος Φιλουμένου, ου ταις πρεσβείαις εύροιμεν χάριν και έλεος, ίνα εν ενί στόματι και μια καρδία αναπέμπομεν δόξαν και αίνον τω ενδοξαζομένω εν τοις αγίοις Αυτού Τριαδικώ Θεώ ημών.
Εν τη Αγία Πόλει Ιερουσαλήμ, ‚ϐθʹ Σεπτεμβρίου ια’
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ’
Πατριάρχης Ιεροσολύμων
Ο Μητροπoλίτης Καισαρείας κ. Βασίλειος
Ο Μητροπολίτης Πτολεμαΐδος κ. Παλλάδιος
Ο Μητροπολίτης Καπιτωλιάδος κ. Ησύχιος
Ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως κ. Χριστόδουλος, Γέρων Δραγουμάνος
Ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας κ. Βενέδικτος
Ο Αρχιεπίσκοπος Αβήλων κ. Δωρόθεος
Ο Αρχιεπίσκοπος Θαβωρίου Μεθόδιος
Ο Αρχιμανδρίτης Κελαδίων, Γέρων Καμαράσης
Ο Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος
Ο Αρχιμανδρίτης Θεοδώρητος
Ο Αρχιμανδρίτης Ιλαρίων
Ο Αρχιμανδρίτης Τιμόθεος
Ο Αρχιμανδρίτης Ευδόκιμος
Ο Αρχιμανδρίτης Δημήτριος, Γραμματεύς της Αγίας και Ιεράς Συνόδου
Ο Αρχιμανδρίτης Γαλακτίων
Ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχος, Γέρων Αρχιγραμματεύς