Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

01/01 - Βασιλείου του Μεγάλου.


Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Βασιλείου Aρχιεπισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας του Μεγάλου1.
 
Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω.
Ζη και παρ’ ημίν ως λαλών εκ των βίβλων.
Ιαννουαρίοιο θάνες Βασίλειε πρώτη.

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Βασίλειος, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουάλεντος εν έτει τξδ΄ [364], προς τον οποίον Ουάλεντα επαρρησιάσθη διά την Ορθόδοξον πίστιν, και ήλεγξεν αυτόν. Eπειδή και έπεσεν εις την κακοδοξίαν των Aρειανών, και με άγριον και θηριώδη τρόπον εκακοποίει και επολέμει τας Eκκλησίας των Ορθοδόξων. Ούτος λοιπόν από μεν τον πατέρα, ήτον Μαυροθαλασσίτης. Aπό δε την μητέρα, ήτον Καππαδόκης, ήτοι εκατάγετο από την λεγομένην Καραμανίαν. Κατά δε τους λόγους και την παιδείαν, υπερέβαλεν, όχι μόνον τους ελλογίμους του καιρού του, αλλά ακόμη και τους παλαιούς φιλοσόφους. Περάσας γαρ κάθε είδος παιδείας, εις κάθε μίαν από αυτάς το κράτος και την νίκην απόκτησεν. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και την διά πράξεως ήσκησε φιλοσοφίαν. Και διά της πράξεως ανέβη και εις την θεωρίαν των όντων. Eκ τούτων δε, ανέβη και εις τον θρόνον της Aρχιερωσύνης.
     Όταν δε έγινεν Aρχιερεύς, πολλούς αγώνας εποίησεν ο μακάριος διά την Ορθόδοξον πίστιν. Με την σταθερότητα γαρ και γενναιότητα του φρονήματός του, κατέπληξε τον έπαρχον Μόδεστον. Με τους Oρθοδόξους δε λόγους οπού συνέγραψε, των κακοδόξων τα φρονήματα κατεβρόντησε. Και προς τούτοις, την των ηθών κατάστασιν ερρύθμισε. Την ασκητικήν φιλοσοφίαν εδίδαξε, την των όντων γνώσιν εσαφήνισε. Και διά να ειπώ συντόμως, ούτος ο Άγιος οδηγήσας εις σωτηρίαν την λογικήν του Χριστού ποίμνην διά μέσου κάθε αρετής, προς Κύριον εξεδήμησεν. Ήτον δε ο Μέγας Βασίλειος κατά τον χαρακτήρα του σώματος, πολλά μακρύς. Ξηρός και ολιγόσαρκος, μελανός εις το πρόσωπον κατά το χρώμα, πλην είχεν αυτό σύμμικτον και με κιτρινάδα. Ήτον μακρομύτης. Είχε τα οφρύδια στρογγυλά, το δε δέρμα το επάνω των οφρυδίων, το είχε συμμαζωμένον. Eφαίνετο όμοιος με έναν οπού συλλογίζεται και προσέχει εις τον εαυτόν του. Είχε το πρόσωπον ζαρωμένον με ολίγας χαραγάς. Τα μάγουλα είχε μακρά. Τους μήνιγγας, δασείς από τρίχας συνεστραμμένας κυκλοειδώς. Eφαίνετο κατά την επιφάνειαν, πως είχεν ολίγον κουρευμένας τας τρίχας. Το γένειον είχε μακρόν αρκετά και τας τρίχας είχε μεμιγμένας, ήτοι μαύρας ομού με άσπρας. Τελείται δε η αυτού Σύναξις, εν τη Aγιωτάτη Μεγάλη Eκκλησία. (Τον κατά πλάτος Βίον αυτού όρα εις τον Νέον Θησαυρόν.)


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Εις τον Μέγαν Βασίλειον εγκώμια έπλεξαν Γρηγόριος ο Θεολόγος, ου η αρχή· «Έμελλεν άρα». Ο αυτάδελφός του Γρηγόριος ο Νύσσης, ου η αρχή· «Καλήν επέθηκεν». Εφραίμ ο Σύρος, ου η αρχή· «Κλίνατέ μοι τας ακοάς αδελφοί» (σώζονται εν τοις εκδεδομένοις)· και ο Αμφιλόχιος Ικονίου, ου η αρχή· «Αγαπητοί, ουκ ην απεικός» (σώζεται εν τη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων). Όρα και το θαύμα οπού εποίησεν ούτος, ανοίξας τας πύλας του Ναού, κατά την δεκάτην ενάτην του παρόντος.
 

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

01/01 - Η Περιτομή του Κυρίου.


Εις την Α΄, εορτάζομεν την κατά σάρκα Περιτομήν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Χριστού περιτμηθέντος, ετμήθη νόμος.
Και του νόμου τμηθέντος, εισήχθη χάρις.

+ Tην κατά σάρκα Περιτομήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποίαν κατεδέχθη να λάβη φιλανθρώπως κατά την προσταγήν του παλαιού νόμου1, ίνα αντί της χειροποιήτου και σαρκικής περιτομής, αντεισάξη εις ημάς την αχειροποίητον και πνευματικήν περιτομήν, ήτοι το Άγιον Βάπτισμα. Ταύτην λέγω την του Κυρίου Περιτομήν, παρελάβομεν ημείς οι Χριστιανοί υπό των Aγίων Πατέρων, να πανηγυρίζωμεν κατ’ έτος: καθώς και την πανηγυρίζομεν, λογιζόμενοι ταύτην, μίαν από τας Δεσποτικάς εορτάς διά τον ημάς τιμήσαντα Κύριον, διά μέσου αυτής. Καθώς γαρ ο Κύριος κατεδέχθη διά λόγου μας την ένσαρκον αυτού Γέννησιν, και όλα τα άλλα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως έλαβεν, όσα ήτον παντελώς αδιάβλητα και ακατηγόρητα, τοιουτοτρόπως δεν επαισχύνθη ο Πανάγαθος να λάβη και την περιτομήν, διά δύω αίτια. Πρώτον μεν, διατί ηθέλησε να εμφράξη τα στόματα των αιρετικών, οίτινες ετόλμησαν να ειπούν, ότι δεν ανέλαβεν ο Κύριος σάρκα αληθινήν, αλλά κατά φαντασίαν. Οποίοι ήτον ο θεομάχος Μάνης, και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι. Διότι πώς ήθελε περιτμηθή, ανίσως δεν έλαβε σάρκα αληθινήν; Και δεύτερον δε, διά να επιστομίση τους Ιουδαίους, οίτινες εκατηγόρουν τον Κύριον, πως δεν φυλάττει το Σάββατον. Και πως παραβαίνει τον νόμον, ψευδώς συκοφαντούντες αυτόν. Αυτός γαρ εφύλαττε τον νόμον έως και εις αυτήν την περιτομήν2.
     Διά τούτο λοιπόν ύστερα από οκτώ ημέρας της εκ Παρθένου γεννήσεώς του, ευδόκησεν ο Κύριος να φερθή από την Μητέρα του και από τον Ιωσήφ, εις τον διωρισμένον τόπον εκείνον, όπου ήτον συνήθεια να περιτέμνωνται τα βρέφη, και εκεί επεριτμήθη, και έλαβε το γλυκύτατον όνομα Ιησούς. Το οποίον εκάλεσεν ο Aρχάγγελος Γαβριήλ, όταν ευηγγέλισε την Θεοτόκον, προ του να συλληφθή ο Κύριος εν τη κοιλία της Παρθένου, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς3. Μετά δε την περιτομήν, ήτον μαζί με τους γονείς του ο Κύριος, και έζη ανθρωπίνως, προκόπτων και αυξάνων, τόσον κατά την ηλικίαν του σώματος, όσον και κατά την σοφίαν και χάριν, εις σωτηρίαν ημών. «Ιησούς γαρ, φησί, προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ. β΄, 52). (Όρα περί της εορτής ταύτης εις τον Νέον Θησαυρόν.)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημειούμεν ενταύθα, ότι αγκαλά και Εφραίμ ο Σύρος παρά τω Μελετίω Αθηνών (τόμω α΄ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας) λέγη, ότι ο Κύριος περιετμήθη από τον Ιωσήφ, τον νομιζόμενον αυτού πατέρα. Και ότι περιετμήθη εν τω σπηλαίω, ως λέγει ο Επιφάνιος παρά τω αυτώ Μελετίω. Οι θείοι όμως Ευαγγελισταί περί τούτων ουδέν έγραψαν. Αλλ’ ούτε ήτον χρεία και ανάγκη να γράψουν. Καθότι ουδέ όφελος είναι εις την σωτηρίαν ημών το να ηξεύρωμεν τα τοιαύτα. Τινές δε απορούσι, τι άρα γε έγινε μετά ταύτα το περιτμηθέν εκείνο μέρος της θεανδρικής σαρκός του Κυρίου, ήτοι η ακροβυστία;
     Και ο μεν Αναστάσιος ο Σιναΐτης, και άλλοι Ανατολικοί, εδόξαζον, ότι το μέρος εκείνο εφύλαξεν η Παρθένος μετά την περιτομήν, ως ιερόν κειμήλιον, διαφθοράς απάσης ον ανώτερον, έως ου ο Κύριος αναστάς, προσέλαβε πάλιν αυτό. Και ο Θεοφύλακτος δε Βουλγαρίας εν τη ερμηνεία του Ευαγγελίου λέγει, ότι το τμήμα εκείνο προσέλαβεν ο Κύριος εν τη Αναστάσει.
     Μερικοί δε Δυτικοί εδόξαζον ματαίως, ότι η ακροβυστία του Κυρίου εσώζετο εις την Καβίλλινον πόλιν της κάτω Βουργουνδίας εν μιά Εκκλησία. Αλλ’ ο ταύτης Επίσκοπος Γκάστος ονόματι, ανοίξας εν έτει 1707, Απριλλίου 19, το κιβώτιον εκείνο, εν ω ενομίζετο ότι περιέχεται η θεία ακροβυστία, δεν ευρήκεν άλλο εις αυτό, ειμή ολίγην άμμον λεπτήν, και ένα μικρόν χαλίκιον. Όθεν έπαυσε την δεισιδαιμονίαν, οπού εκυρίευε την πόλιν εκείνην, προ χρόνων ήδη τετρακοσίων (όρα την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα). Εκ τούτου λοιπόν συνάγομεν, ότι είναι ψευδές και απίστευτον και εκείνο το άλλο, οπού λέγουσιν οι αυτοί Δυτικοί, ήγουν ότι η του Κυρίου ακροβυστία σώζεται μέχρι του νυν εις την Ρώμην εν τω Ναώ του Αγίου Ιωάννου του Λατερανού, ως σημειοί ο Καλμέτης εν τω υπομνήματι εις τον Λουκάν, κεφαλ. β΄.

2. Ο δε σοφός Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός, προσθέττει και τρίτον αίτιον, διά το οποίον επεριτμήθη ο Κύριος. Ήγουν διατί, αν δεν επεριτέμνετο, ουκ αν όλως παρεδέχθη διδάσκων, αλλ’ απεπέμφθη αν ως αλλόφυλος. Ουδ’ αν επίστευσέ τις, ότι αυτός εστιν ο προσδοκώμενος Χριστός εκ σπέρματος Αβραάμ. Οι γαρ εξ Αβραάμ άπαντες, σφραγίδα και σημείον την περιτομήν είχον, διαστέλλουσαν αυτούς από των άλλων εθνών (ερμηνεία εις το δ΄ κεφάλ. του κατά Λουκάν). Έπαυσε δε ο Κύριος την περιτομήν, και πάνυ ευλόγως, κατά τον αυτόν Ευθύμιον. Η γαρ περιτομή των Εβραίων, το Βάπτισμα των Χριστιανών ετύπου και προεσήμαινεν. Ώσπερ γαρ εκείνη τους εξ Αβραάμ εσφράγιζε, και διέστελλεν από παντός έθνους, ούτω και τούτο (το Βάπτισμα δηλαδή) τους Χριστιανούς. Και καθάπερ εκείνη περιττόν αποτέμνει του σώματος μέρος, ούτω και το Βάπτισμα την αμαρτίαν αποτέμνει περιττήν υπάρχουσαν. Έδει δε παυθήναι τον τύπον, ελθόντος του πρωτοτύπου. Και σιγήσαι το μηνύον, επιστάντος του μηνυομένου. Το γαρ εαυτού πεπλήρωκε, και περιττόν εστι του λοιπού (αυτόθι). Σημείωσαι, ότι λόγος ευρίσκεται εν τη Μονή του Διονυσίου εις την περιτομήν, ου η αρχή· «Σκιάν μεν των μελλόντων αγαθών». Ο αυτός ευρίσκεται και εν τη του Βατοπαιδίου.

3. Τι δηλοί το όνομα Ιησούς, όρα εις τα Πνευματικά γυμνάσματα, την μελέτην εις την Περιτομήν του Κυρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

 

CEU Department of Medieval Studies

 

Robert Bartlett: Saint-Making in the Middle Ages

 
 
 
Date: 
January 12, 2011 - 15:30 - 17:10
Building: 
Nador u. 9, Faculty Tower
Room: 
409
Event type:
Event audience: 
External presenters: 
Robert Bartlett
CEU host unit(s): 
Department of Medieval Studies
CEU contact person: 
Annabella Pál
Robert Bartlett is Bishop Wardlaw Professor of Mediaeval History at the University of
St Andrews in Scotland and a Fellow of the British Academy. He received his university education at Cambridge, Oxford and Princeton, taught earlier at the universities of Edinburgh and Chicago and has held fellowships at the universities of Michigan, Princeton, Göttingen and Tel Aviv, and at the Institute for Advanced Study, Princeton. His books are: Gerald of Wales, 1146-1223 (Oxford, 1982, reissued Stroud 2006), Trial by Fire and Water: The Medieval Judicial Ordeal (Oxford, 1986), The Making of Europe: Conquest, Colonization and Cultural Change 950-1350 (London and Princeton, 1993), England under the Norman and Angevin Kings 1075-1225 (Oxford, 2000), The Hanged Man: A Story of Miracle, Memory and Colonialism in the Middle Ages (Princeton, 2004) and The Natural and the Supernatural in the Middle Ages (Cambridge, 2008). The Making of Europe won the Wolfson Literary Prize for History and has been translated into German, Estonian, Polish, Japanese, Spanish, and Russian.

Galina Tirnanić: Suffering Iconoclasm: icons, martyrs, and relics in Constantinople

 

Date: 
January 20, 2011 - 17:30 - 19:30
Building: 
Nador u. 9, Monument Building
Room: 
Popper
Event type: 
Event audience: 
CEU organizer(s): 
Tijana Krstić
CEU contact person: 
Cristian Daniel

 


Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

CFP: Between Constantines: Representations and Manifestations of an Empire, The History Faculty, University of Oxford, 4 - 5 March 2011


Source: The Oxford Byzantine Society.

The Oxford Byzantine Society is pleased to announce that its annual graduate conference will be held in March 2011. The society is now accepting abstracts for papers to be presented at this event. 

This year's conference - entitled Between Constantines: representations and manifestations of an empire - seeks to explore the different ages of Byzantium. What were the political, social, cultural and economic strategies that defined different periods in the existence of the empire? How do we interpret the narratives, materials and structures of the momentous and the everyday in the empire's long history? 

In order to approach the subject from as many angles as possible, we welcome papers from graduate students in all fields related to Byzantium, including, but not limited to: History, Archaeology, Language and Literature, Theology and Art History. 

Possible themes for papers might include: 
  • Diplomacy and foreign relations
  • Religious and cultural exchange
  • The Byzantine thought world
  • Art and architecture
  • Trade and travel
  • Language and literature
  • War and defence
  • The urban and rural existences
  • Nomads
  • Geography and topography
As the title suggests, the temporal scope of the conference is envisaged to stretch from the rise of Constantine to the fall of Constantinople. Within this rough time frame, we encourage papers dealing with the Byzantine world as well as those surrounding regions which had direct interactions with it, including the Near and Middle East, the Mediterranean, the Balkans and Eastern Europe, the Eurasian Steppe and Transcaucasia. 

Final papers will be 20 minutes in length, followed by 10 minutes of discussion. This year we will be accepting papers in English and French, however, given the likely composition of the audience, presentations in English are strongly recommended. 

Abstracts of no more than 250 words should be submitted to byzantine.society@gmail.com by 5pm on Monday 18 January 2011. Please include a few lines about your research interests. Successful applicants will be notified by Monday 24 January 2011. 

Subject to funding, the OBS hopes to offer subsidised accommodation for visiting speakers, as it did last year. More information will be available in early 2011. We regret that we are unable to cover travel expenses to and from Oxford, but we encourage all participants to apply to their home institutions for travel grants. 

Abstracts are due on Monday 18 January 2011
For more information, please e-mail  : byzantine.society@gmail.com

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ




Ο νεομάρτυς αυτός γεννήθηκε το 1913 και ήταν παιδί του Γεωργίου και της Μαγδαληνής Χασάπη ή Ουρουντιώτη, καθώς και ο δίδυμος αδελφός του αρχιμανδρίτη Ελπιδίου. Οι γονείς του αν και κατάγονταν από το χωριό Ορούντα της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου, έμεναν στην ενορία του Αγίου Σάββα στη Λευκωσία, αφού ο πατέρας του αγίου είχε δικό του πανδοχείο και φούρνο. Μαζί με τον αδελφό του Ελπίδιο έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο για προσευχή και διάβαζαν Βίους Αγίων, από όπου ιδιαιτέρως τους συγκίνησε ο βίος του Οσίου Ιωάννου του Καλυβίτη, που κατά κάποιον τρόπο επέδρασε πάνω τους, ώστε να θέλουν να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο. Επίσης, εκτός από τη μητέρα τους, ιδιαίτερη επίδραση στο να αποκτήσουν εκκλησιαστική και ορθόδοξη συνείδηση είχε πάνω τους και η γιαγιά τους Λωξάντρα. Σε ηλικία 14 ετών τα δύο αδέλφια πηγαίνουν στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου και μετά στα Ιεροσόλυμα, όπου φοιτούν στο εκεί Γυμνάσιο. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο το 1939 ο μεν Ελπίδιος υπηρέτησε ως πρεσβύτερος σε διάφορους τόπους και εκοιμήθη στις 29 Νοεμβρίου 1983. Ο δε Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα και το 1979 διορίστηκε υπεύθυνος στο Φρέαρ του Ιακώβ. Όπου, εκεί το Νοέμβριο του 1979 την ώρα που ο άγιος τελούσε τον Εσπερινό, τον δολοφόνησαν με τσεκούρι φανατικοί Εβραίοι.
Μια εβδομάδα πριν, μια ομάδα φανατικών σιωνιστών πήγε στο μοναστήρι του Φρέαρ του Ιακώβ, ισχυριζόμενοι ότι ήταν Εβραϊκός ιερός τόπος και απαιτώντας όπως όλοι οι Σταυροί και οι εικόνες να απομακρυνθούν. Βέβαια, ο άγιος επεσήμανε ότι το πάτωμα στο οποίο ήταν τώρα είχε κατασκευαστεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο πριν από το 331 μ.Χ. και ότι χρησιμοποιήθηκε ως Ορθόδοξος Χριστιανικός ιερός τόπος για δεκαέξι αιώνες πριν το ισραηλινό κράτος έχει δημιουργηθεί, και ότι ήταν στα χέρια των Σαμαρειτών οκτώ αιώνες πριν από αυτό, (το υπόλοιπο του αρχικού ναού είχε καταστραφεί κατά την εισβολή του Σάχη Χοσράν Παρνίς στον έβδομο αιώνα, κατά την οποία οι Εβραίοι είχαν σφαγιάσει όλους τους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ.) Η ομάδα έφυγε με απειλές, ύβρεις και αισχρότητες του είδους που οι ντόπιο χριστιανοί υποφέρουν τακτικά. Μετά από λίγες μέρες, στις 29 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια μιας χειμαρρώδης νεροποντής, μια ομάδα σιωνιστών γύρισε στο μοναστήρι. Ο άγιος είχε ήδη βάλει το πετραχήλι του για τον Εσπερινό. Η αποσπασματική κοπή των τριών δακτύλων με το οποίο έκανε το σημείο του Σταυρού του έδειξε ότι είχε βασανιστεί σε μια προσπάθεια να τον κάνουν να αρνηθεί την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη.Το πρόσωπο του είχε χαραχθεί άγρια στη μορφή του Σταυρού. Η εκκλησία και ιερά σκεύη είχαν όλα καταστραφεί από την διάπραξη της ιεροσυλίας.

Το σκήνωμα του αγίου παραδόθηκε στους ορθοδόξους μετά από 6 μέρες, αλλά διατηρούσε την ευκαμψία του και ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Σιών. Μετά από τέσσερα χρόνια στην ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, το σώμα βρέθηκε άφθαρτο και ευωδίαζε. Τότε, έκλεισαν τον τάφο και τον ξανάνοιξαν τα Χριστούγεννα του 1984, οπότε το ιερό σκήνος διατηρούσε μερική αφθαρσία και το τοποθέτησαν σε υάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του ιερού βήματος στο ναό της Αγίας Σιών.
O ιερομάρτυς Φιλούμενος συγκαταλέχθηκε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων στις 30 Αυγούστου του 2008, οπότε και το άφθορο άγιο σκήνωμα του μεταφέρθηκε στο προσκύνημα του φρέατος του Ιακώβ όπου και μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού.
Η μνήμη του τιμάται την 29η Νοεμβρίου, εξαιρέτως Δε στην κοινότητα της Ορούντας με παννύχιο αγρυπνία. 


ΠΗΓΗ : http://makrigiannisvoice.blogspot.com/2009/12/blog-post_6036.html 

Πατριαρχική Πράξις Αγιοκατατάξεως του Ιερομάρτυρος Φιλούμενου



Η των Ιεροσολύμων Αγία του Χριστού Εκκλησία, τεθεμελιωμένη επί του θεορρύτου αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του κενωθέντος επί του Φρικτού Γολγοθά υπέρ αφέσεως των αμαρτιών και σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, εκαρποφόρησεν εις τους κόλπους αυτής μάρτυρας, οι οποίοι το αίμα αυτών εξέχεαν ως προσφοράν και αντίδοσιν ευγνωμοσύνης και αγάπης τω εκουσίως υπέρ αυτών Σταυρωθέντι και εκ νεκρών Αναστάντι.
Πρώτος των μαρτύρων τούτων τυγχάνει ο πρωτομάρτυς και αρχιδιάκονος Στέφανος, όστις, κατά μίμησιν του Σωτήρος αυτού, ετελειώθη, προσευχόμενος υπέρ των λιθοβολούντων αυτόν (Πραξ. 7, 60).
Τούτον ηκολούθησεν ο άγιος Ιάκωβος, υιός Ζεβεδαίου και αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, τον οποίον «Ηρώδης ο βασιλεύς ανείλε μαχαίρη». (Πραξ. 12, 1-2).
Μετ’ αυτόν ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος ιεράρχης της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, εκρημνίσθη υπό των αρνουμένων τον Κύριον από του πτερυγίου του ναού του Σολομώντος και ετελειώθη, προσευχόμενος υπέρ των διωκτών αυτού.
Επί τα ίχνη τούτου επορεύθη ο συγγενής αυτού και διάδοχος εις τον Θρόνον, Συμεών επίσκοπος Ιεροσολύμων, ο επί Τραϊανού εις Πέλλαν της Υπεριορδανίας καταβασανισθείς και σταυρωθείς εις ηλικίαν των εκατόν και είκοσιν ετών.
Η αποστολική περίοδος της Εκκλησίας Ιεροσολύμων σεμνύνεται δια τους τέσσαρας τούτους λαμπρούς νοερούς αδάμαντας αυτής, ουχ ήττον όμως και η μεταποστολική τοιαύτη επί του απηνούς διωγμού του Διοκλητιανού σεμνύνεται δια τον Ιεροσολυμίτην αποκεφαλισθέντα μάρτυρα Προκόπιον, τους εν Γάζη μαρτυρήσαντας Τιμόθεον, Αγάπιον και Θέκλαν, τον ιδρυτήν της εν Καισαρεία Βιβλιοθήκης αποκεφαλισθέντα μάρτυρα Πάμφιλον, τους εν Ασκάλωνι αποκεφαλισθέντας Πρόμον και Ηλίαν, τον εν Ιαμνεία Παύλον και άλλους αληθώς και θαυμαστώς πολλούς, ανηλεώς βασανισθέντας και μαρτυρικώς τελειωθέντας εις πάσας σχεδόν τας πόλεις της Αγίας Γης, περί «ων επιλείψει ημάς ο χρόνος διηγουμένους». ( Εβρ. 11, 33).
Εις την σεπτήν χορείαν των μαρτύρων τούτων των πρώτων αιώνων της ζωής της Εκκλησίας, οίτινες ηρνήσαντο απαρνήσασθαι Χριστόν, ανήκουν και όσοι εις τους ακολουθήσαντας αιώνας δια Χριστόν και την αλήθειαν και ακεραιότητα της Ορθοδόξου ημών πίστεως κατεδιώχθησαν, οίον ο εις Περσίαν μετά του τιμίου Σταυρού απαχθείς αοίδιμος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ζαχαρίας και οι εν τη Μονή του αγίου Σάββα του ηγιασμένου υπό των Περσών αναιρεθέντες Πατέρες.
Εις το ιερόν σύνταγμα τούτων τάσσονται και όσοι εκ του Τάγματος των Σπουδαίων μοναχών ηγωνίσθησαν και την ψυχήν αυτών έθεσαν υπέρ των Παναγίων Προσκυνημάτων, των απτών τούτων μαρτυρίων και τεκμηρίων της επί γης ενδημίας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, οίον ο περιβόητος επ’ αρετή και αγιότητι Πατριάρχης Ιεροσολύμων Λεόντιος.
Εις τούτων τυγχάνει και ο εν τοις καθ’ ημάς χρόνοις βιώσας, αείμνηστος Αγιοταφίτης Αρχιμανδρίτης Φιλούμενος, καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Φρέατος του Ιακώβ.
Ούτος εξ Ορούντος της αγιοτόκου νήσου Κύπρου καταγόμενος, αφίχθη εις Ιεροσόλυμα εις νεαράν ηλικίαν, έχων εν εαυτώ την παρά των ευσεβών και πολυτέκνων γονέων αυτού παιδείαν και νουθεσίαν Κυρίου και την εν τη ιερά Μονή Σταυροβουνίου μοναχικήν δοκιμήν.
Φοιτών εις την Πατριαρχικήν Σχολήν, διεκρίνετο επί επαινετή επιμελεία και χρηστοίς ήθεσι. Αποφοιτήσας αυτής, ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα, εντασσόμενος εις το μοναστικόν Τάγμα των Σπουδαίων μοναχών, φυλάκων του Παναγίου και Ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ως μοναχός εζήλου τους τρόπους των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, ήτοι ακρίβειαν εν ταις καθ’ ημέραν κατ’ ιδίαν προσευχαίς και εν τη Εκκλησία ακολουθίαις, άκραν εγκράτειαν, νηστείαν και λιτότητα.
Κληθείς εις το αξίωμα της ιερωσύνης υπό της Μητρός των Εκκλησιών και δεχθείς αυτό, κατέδειξεν εαυτόν πιστόν οικονόμον των μυστηρίων του Χριστού εις τας ανατεθείσας αυτώ ποικίλας προσκυνηματικάς και ποιμαντικάς διακονίας, ως αυτής του ηγουμένου της ιεράς Μονής των Αγίων Αποστόλων εν Τιβεριάδι, ηγουμένου της ιεράς Μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ εν Ιόππη, ηγουμένου της εν Ιεροσολύμοις ιεράς Μονής των Αρχαγγέλων, Διευθυντού του Οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής, ηγουμένου της ιεράς Μονής του αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και του Προφήτου Ηλιού, Τυπικάρη εν τω μοναστηριακώ ναώ των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ηγουμένου της εν Ραμάλλα ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και εν τέλει ηγουμένου της ιεράς Μονής του Φρέατος του Ιακώβ εν Νεαπόλει τής Σαμαρείας.
Την διακονίαν ταύτην της «πηγής του Ιακώβ» (Ιω. 4, 6) «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιω. 4, 23) επετέλει, στοιχών τη παρ’ αυτή υπό του Κυρίου ρηθείση εντολή «πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». (Ιω. 4, 24). Απειλούμενος υπό κατά καιρούς εμφανιζομένου αλλοδόξου πεφανατισμένου επισκέπτου, ίνα εγκαταλείψη το προσκύνημα, μηδόλως υπέκυπτε.
Εις το παρεκκλήσιον του Φρέατος ευρισκόμενος και την ειθισμένην αυτώ εσπερινήν ακολουθίαν επιτελών, το εσπέρας της 16ης/29ης Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1979, εδέχθη ύπουλον και βιαίαν επίθεσιν, φθόνω του μισοκάλου δαίμονος, υπό του απειλούντος αυτόν ανοσίου ανδρός, όστις δια πελέκεως ήνοιξε βαθείαν σχισμήν εις το μέτωπον αυτού, απέκοψεν αυτώ τους δακτύλους της δεξιάς χειρός, δραπετεύων δε εξεσφενδόνισε χειροβομβίδα και απετελείωσεν αυτόν.
Τα θραύσματα της χειροβομβίδος άφησαν ξύσματα και αι σταγόνες του αίματος αυτού άφησαν τα ίχνη και τα στίγματα αυτών ορατά άχρι της σήμερον επί των τοίχων του παρεκκλησίου του Φρέατος εις μνημόσυνον αιώνιον του μαρτυρίου αυτού, επιστέψαντος την οσιακήν ζωήν αυτού.
Ως η ζωή αυτού ούτω και ο θάνατος αυτού ήτο μία ομολογία πίστεως, ομολογία αίματος, εις τον τόπον επί του οποίου ο Κύριος εις την Σαμαρείτιδα, λέγουσαν «οίδα ότι έρχεται Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός» (Ιω. 4, 25), απεκάλυψεν Εαυτόν απεριφράστως, λέγων αυτή «εγώ ειμι, ο λαλών σοι» (Ιω. 4, 26).
Δια του μαρτυρίου αυτού ούτος εγένετο συμμάρτυς Φωτεινής της Σαμαρείτιδος και των υιών και των αδελφών αυτής, διο και νοτίως του επ’ ονόματι αυτής κεντρικού ναού τούτου επαξίως αφιερώθη αυτώ παρεκκλήσιον επ ὀνόματι αυτού, εν ω και το σεπτόν αυτού λείψανον μετακομισθέν επαναπαύεται ως πηγή δυνάμεως και ιάσεων τοις εν πίστει και ευλαβεία τιμώσιν αυτό.
Εγένετο δε συμμάρτυς και του εκ της πόλεως της Νεαπόλεως καταγομένου αγίου Ιουστίνου, του φιλοσόφου και μάρτυρος, προς τιμήν του οποίου το έτερον βόρειον παρεκκλήσιον.
Τούτον μετά την μαρτυρικήν τελευτήν αυτού και δια σημείων μαρτυρηθέντα τοις ανθρώποις υπό του Θεού και εις τας συνειδήσεις πολλών εκ των τιμίων μελών τής Εκκλησίας καθιερωθέντα ήδη ως ιερομάρτυρα, συγκατατάσσομεν επισήμως σήμερον μετά συμπλήρωσιν τριακονταετίας από της ημέρας του μαρτυρίου αυτού, συνωδά τη αποφάσει της Συνεδρίας Ν’ / 11-9-2009 της περί Ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, εις τας δέλτους του συναξαρίου αυτής, ίνα εορτάζηται ως νέος ιερομάρτυς εν τη ημέρα του μαρτυρίου αυτού, 16η/29η Νοεμβρίου εκάστου έτους, προς όφελος ψυχών και δόξαν του εν Τριάδι αγίου Θεού ημών.
Το ιερόν εκκλησιαστικόν γεγονός τούτο κοινοποιούμεν σήμερον παντί τω πληρώματι της Σιωνίτιδος Εκκλησίας και ταις κατά τόπους αδελφαίς Ορθοδόξοις Εκκλησίαις, προς εορτασμόν αιώνιον εφεξής της μνήμης του νέου ιερομάρτυρος Φιλουμένου, ου ταις πρεσβείαις εύροιμεν χάριν και έλεος, ίνα εν ενί στόματι και μια καρδία αναπέμπομεν δόξαν και αίνον τω ενδοξαζομένω εν τοις αγίοις Αυτού Τριαδικώ Θεώ ημών.
Εν τη Αγία Πόλει Ιερουσαλήμ, ‚ϐθʹ Σεπτεμβρίου ια’
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Γ’
Πατριάρχης Ιεροσολύμων
Ο Μητροπoλίτης Καισαρείας κ. Βασίλειος
Ο Μητροπολίτης Πτολεμαΐδος κ. Παλλάδιος
Ο Μητροπολίτης Καπιτωλιάδος κ. Ησύχιος
Ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως κ. Χριστόδουλος, Γέρων Δραγουμάνος
Ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας κ. Βενέδικτος
Ο Αρχιεπίσκοπος Αβήλων κ. Δωρόθεος
Ο Αρχιεπίσκοπος Θαβωρίου Μεθόδιος
Ο Αρχιμανδρίτης Κελαδίων, Γέρων Καμαράσης
Ο Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος
Ο Αρχιμανδρίτης Θεοδώρητος
Ο Αρχιμανδρίτης Ιλαρίων
Ο Αρχιμανδρίτης Τιμόθεος
Ο Αρχιμανδρίτης Ευδόκιμος
Ο Αρχιμανδρίτης Δημήτριος, Γραμματεύς της Αγίας και Ιεράς Συνόδου
Ο Αρχιμανδρίτης Γαλακτίων
Ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχος, Γέρων Αρχιγραμματεύς

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010


ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ


ΛΟΓΟΣ ΛΗ´.
Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος
(BHG 1921)
 P.G. 36,  312Α - 333Α


Α´. Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ· καὶ, ἵν᾿ ἀμφότερα συνελὼν εἴπω, Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοὶ, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, διὰ τὸν ἐπουράνιον, εἶτα ἐπίγειον. Χριστὸς ἐν σαρκὶ, τρόμῳ καὶ χαρᾷ ἀγαλλιᾶσθε· τρόμῳ, διὰ τὴν ἁμαρτίαν· χαρᾷ, διὰ τὴν ἐλπίδα. Χριστὸς ἐκ Παρθένου· γυναῖκες παρθενεύετε, ἵνα Χριστοῦ γένησθε μητέρες. Τίς οὐ προσκυνεῖ τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς; τίς οὐ δοξάζει τὸν τελευταῖον;
Β´. Πάλιν τὸ σκότος λύεται, πάλιν τὸ φῶς ὑφίσταται, πάλιν Αἴγυπτος σκότῳ κολάζεται, πάλιν Ἰσραὴλ στύλῳ φωτίζεται. Ὁ λαός, ὁ καθήμενος ἐν σκότει τῆς ἀγνοίας, ἰδέτω φῶς μέγα τῆς ἐπιγνώσεως. Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν· ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά. Τὸ γράμμα ὑποχωρεῖ, τὸ πνεῦμα πλεονεκτεῖ, αἱ σκιαὶ παρατρέχουσιν, ἡ ἀλήθεια ἐπεισέρχεται. Ὁ Μελχισεδὲκ συνάγεται· ὁ ἀμήτωρ, ἀπάτωρ γίνεται· ἀμήτωρ τὸ πρότερον, ἀπάτωρ τὸ δεύτερον. Νόμοι φύσεως καταλύονται. Πληρωθῆναι δεῖ τὸν ἄνω κόσμον. Χριστὸς κελεύει· μὴ ἀντιτείνωμεν. Πάντα τὰ ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας, ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ (τῷ γὰρ σταυρῷ συνεπαίρεται), καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ, μεγάλης βουλῆς, τῆς τοῦ Πατρὸς, Ἄγγελος. Ἰωάννης βοάτω· Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου. Κἀγὼ βοήσομαι τῆς ἡμέρας τὴν δύναμιν· Ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται, ὁ Λόγος παχύνεται, ὁ ἀόρατος ὁρᾶται, ὁ ἀναφὴς ψηλαφᾶται, ὁ ἄχρονος ἄρχεται, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ἀνθρώπου γίνεται, Ἰησοῦς Χριστὸς, χθὲς καὶ σήμερον, ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἰουδαῖοι σκανδαλιζέσθωσαν, Ἕλληνες διαγελάτωσαν, αἱρετικοὶ γλωσσαλγείτωσαν. Τότε πιστεύσουσιν, ὅταν ἴδωσιν εἰς οὐρανὸν ἀνερχόμενον· εἰ δὲ μὴ τότε, ἀλλ᾿ ὅταν ἐξ οὐρανῶν ἐρχόμενον, καὶ ὡς κριτὴν καθεζόμενον.
Γ´. Ταῦτα μὲν ὕστερον. Τὰ δὲ νῦν Θεοφάνια, ἡ πανήγυρις, εἴτουν Γενέθλια· λέγεται γὰρ ἀμφότερα, δύο κειμένων προσηγοριῶν ἑνὶ πράγματι. Ἐφάνη γὰρ Θεὸς ἀνθρώποις διὰ γεννήσεως· τὸ μὲν ὢν, καὶ ἀεὶ ὢν ἐκ τοῦ ἀεὶ ὄντος, ὑπὲρ αἰτίαν καὶ λόγον (οὐδὲ γὰρ ἦν τοῦ Λόγου λόγος ἀνώτερος)· τὸ δὲ, δι᾿ ἡμᾶς γενόμενος ὕστερον, ἵν᾿ ὁ τὸ εἶναι δοὺς, καὶ τὸ εὖ εἶναι χαρίσηται· μᾶλλον δὲ, ῥεύσαντας ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ εὖ εἶναι διὰ κακίαν, πρὸς αὐτὸ πάλιν ἐπαναγάγῃ διὰ σαρκώσεως. Ὄνομα δὲ, τῷ φανῆναι μὲν, Θεοφάνια· τῷ δὲ γεννᾶσθαι, Γενέθλια.
Δ´. Τοῦτό ἐστιν ἡμῖν ἡ πανήγυρις, τοῦτο ἑορτάζομεν σήμερον, ἐπιδημίαν Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους, ἵνα πρὸς Θεὸν ἐνδημήσωμεν, ἢ ἐπανέλθωμεν (οὕτω γὰρ εἰπεῖν οἰκειότερον), ἵνα τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀποθέμενοι, τὸν νέον ἐνδυσώμεθα· καὶ ὥσπερ ἐν τῷ Ἀδὰμ ἀπεθάνομεν, οὕτως ἐν τῷ Χριστῷ ζήσωμεν, Χριστῷ καὶ συγγεννώμενοι, καὶ συσταυρούμενοι, καὶ συνθαπτόμενοι, καὶ συνανιστάμενοι. Δεῖ γάρ με παθεῖν τὴν καλὴν ἀντιστροφήν· καὶ ὥσπερ ἐκ τῶν χρηστοτέρων, ἦλθε τὰ λυπηρὰ, οὕτως ἐκ τῶν λυπηρῶν, ἐπανελθεῖν τὰ χρηστότερα. Οὗ γὰρ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις· καὶ εἰ ἡ γεῦσις κατέκρινε, πόσῳ μᾶλλον τὸ Χριστὸν παθεῖν ἐδικαίωσεν; Τοιγαροῦν ἑορτάζωμεν, μὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς· μὴ κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως· μὴ τὰ ἡμέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δὲ τὰ τοῦ Δεσπότου· μὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας· μὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως.
Ε´. Ἔσται δὲ τοῦτο πῶς; Μὴ πρόθυρα στεφανώσωμεν, μὴ χοροὺς συστησώμεθα, μὴ κοσμήσωμεν ἀγυιὰς, μὴ ὀφθαλμὸν ἑστιάσωμεν, μὴ ἀκοὴν καταυλήσωμεν, μὴ ὄσφρησιν ἐκθηλύνωμεν, μὴ γεῦσιν καταπορνεύσωμεν, μὴ ἁφῇ χαρισώμεθα, ταῖς προχείροις εἰς κακίαν ὁδοῖς, καὶ εἰσόδοις τῆς ἁμαρτίας, μὴ ἐσθῆτι μαλακισθῶμεν, ἁπαλῇ τε καὶ περιῤῥεούσῃ, καὶ ἧς τὸ κάλλιστον ἀχρηστία, μὴ λίθων διαυγείαις, μὴ χρυσοῦ περιλάμψεσι, μὴ χρωμάτων σοφίσμασι ψευδομένων τὸ φυσικὸν κάλλος, καὶ κατὰ τῆς εἰκόνος ἐξευρημένων· μὴ κώμοις καὶ μέθαις, οἷς κοίτας καὶ ἀσελγείας οἶδα συνεζευγμένας· ἐπειδὴ κακῶν διδασκάλων κακὰ τὰ μαθήματα, μᾶλλον δὲ πονηρῶν σπερμάτων πονηρὰ τὰ γεώργια. Μὴ στιβάδας ὑψηλὰς πηξώμεθα σκηνοποιοῦντες τῇ γαστρὶ τὰ τῆς θρύψεως. Μὴ τιμήσωμεν οἴνων τοὺς ἀνθοσμίας, ὀψοποιῶν μαγγανείας, μύρων πολυτελείας. Μὴ γῆ καὶ θάλασσα τὴν τιμίαν ἡμῖν κόπρον δωροφορείτωσαν· οὕτω γὰρ ἐγὼ τιμᾷν οἶδα τρυφήν. Μὴ ἄλλος ἄλλον ἀκρασίᾳ νικᾷν σπουδάζωμεν. Ἀκρασία γὰρ ἐμοὶ, πᾶν τὸ περιττὸν καὶ ὑπὲρ τὴν χρείαν· καὶ ταῦτα πεινώντων ἄλλων καὶ δεομένων, τῶν ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ τε καὶ κράματος.
Ϛ´. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν Ἕλλησι παρῶμεν, καὶ Ἑλληνικοῖς κόμποις, καὶ πανηγύρεσιν· οἳ καὶ θεοὺς ὀνομάζουσι κνίσσαις χαίροντας, καὶ ἀκολούθως τὸ θεῖον τῇ γαστρὶ θεραπεύουσι, πονηροὶ πονηρῶν δαιμόνων, καὶ πλάσται, καὶ μυσταγωγοὶ, καὶ μύσται τυγχάνοντες. Ἡμεῖς δὲ, οἷς Λόγος τὸ προσκυνούμενον, κἄν τι δέῃ τρυφᾷν, ἐν λόγῳ τρυφήσωμεν, καὶ θείῳ νόμῳ, καὶ διηγήμασι, τοῖς τε ἄλλοις, καὶ ἐξ ὧν ἡ παροῦσα πανήγυρις· ἵν᾿ οἰκεῖον ᾖ τὸ τρυφᾷν, καὶ μὴ πόῤῥω τοῦ συγκαλέσαντος. Ἢ βούλεσθε (καὶ γὰρ ἐγὼ σήμερον ἑστιάτωρ ὑμῖν) ἐγὼ τὸν περὶ τούτων παραθῶ λόγον τοῖς καλοῖς ὑμῖν δαιτυμόσιν, ὡς οἷόν τε δαψιλῶς τε καὶ φιλοτίμως, ἵν᾿ εἰδῆτε, πῶς δύναται τρέφειν ὁ ξένος τοὺς ἐγχωρίους, καὶ τοὺς ἀστικοὺς ὁ ἄγροικος, καὶ τοὺς τρυφῶντας ὁ μὴ τρυφῶν, καὶ τοὺς περιουσίᾳ λαμπροὺς, ὁ πένης τε καὶ ἀνέστιος; Ἄρξομαι δὲ ἐντεῦθεν· καί μοι καθήρασθε, καὶ νοῦν, καὶ ἀκοὴν, καὶ διάνοιαν, ὅσοι τρυφᾶτε τὰ τοιαῦτα· ἐπειδὴ περὶ Θεοῦ, καὶ θεῖος ὁ λόγος· ἵν᾿ ἀπέλθητε τρυφήσαντες ὄντως τὰ μὴ κενούμενα. Ἔσται δὲ ὁ αὐτὸς πληρέστατός τε ἅμα καὶ συντομώτατος· ὡς μήτε τῷ ἐνδεεῖ λυπεῖν, μήτε ἀηδὴς εἶναι διὰ τὸν κόρον.
Ζ´. Θεὸς ἦν μὲν ἀεὶ, καὶ ἔστι, καὶ ἔσται· μᾶλλον δὲ ἔστιν ἀεί. Τὸ γὰρ ἦν, καὶ ἔσται, τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς χρόνου τμήματα, καὶ τῆς ῥευστῆς φύσεως· ὁ δὲ ὢν ἀεὶ, καὶ τοῦτο αὐτὸς ἑαυτὸν ὀνομάζει, τῷ Μωϋσεῖ χρηματίζων ἐπὶ τοῦ ὄρους. Ὅλον γὰρ ἐν ἑαυτῷ συλλαβὼν, ἔχει τὸ εἶναι, μήτε ἀρξάμενον, μήτε παυσόμενον, οἷόν τι πέλαγος οὐσίας ἄπειρον καὶ ἀόριστον, πᾶσαν ὑπερεκπῖπτον ἔννοιαν, καὶ χρόνου καὶ φύσεως· νῷ μόνῳ σκιαγραφούμενος, καὶ τοῦτο λίαν ἀμυδρῶς καὶ μετρίως, οὐκ ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτὸν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν περὶ αὐτὸν, ἄλλης ἐξ ἄλλου φαντασίας συλλεγομένης, εἰς ἕν τι τῆς ἀληθείας ἴνδαλμα, πρὶν κρατηθῆναι, φεῦγον, καὶ πρὶν νοηθῆναι, διαδιδράσκον· τοσαῦτα περιλάμπον ἡμῶν τὸ ἡγεμονικὸν, καὶ ταῦτα κεκαθαρμένον, ὅσα καὶ ὄψιν ἀστραπῆς τάχος οὐχ ἱσταμένης. Ἐμοὶ δοκεῖν, ἵνα τῷ ληπτῷ μὲν ἕλκῃ πρὸς ἑαυτὸ (τὸ γὰρ τελέως ἄληπτον, ἀνέλπιστον, καὶ ἀνεπιχείρητον), τῷ δὲ ἀλήπτῳ θαυμάζηται, θαυμαζόμενον δὲ ποθῆται πλέον, ποθούμενον δὲ καθαίρῃ, καθαῖρον δὲ θεοειδεῖς ἀπεργάζηται, τοιούτοις δὲ γενομένοις, ὡς οἰκείοις, ἤδη προσομιλῇ, τολμᾷ τι νεανικὸν ὁ λόγος, Θεὸς θεοῖς ἑνούμενός τε καὶ γνωριζόμενος, καὶ τοσοῦτον ἴσως, ὅσον ἤδη γινώσκει τοὺς γινωσκομένους. Ἄπειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ δυσθεώρητον· καὶ τοῦτο πάντη καταληπτὸν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία· κἄν τις οἴηται τῷ ἁπλῆς εἶναι φύσεως, ἢ ὅλον ἄληπτον εἶναι, ἢ τελέως ληπτόν. Τί γὰρ ὃς ἁπλῆς ἐστι φύσεως, ἐπιζητήσωμεν. Οὐ γὰρ δὴ τοῦτο φύσις αὐτῷ ἡ ἁπλότης· εἴπερ μηδὲ τοῖς συνθέτοις, μόνον τὸ εἶναι συνθέτοις.
Η´. Διχῆ δὲ τοῦ ἀπείρου θεωρουμένου, κατά τε ἀρχὴν καὶ τέλος (τὸ γὰρ ὑπὲρ ταῦτα, καὶ μὴ ἐν τούτοις, ἄπειρον), ὅταν μὲν εἰς τὸν ἄνω βυθὸν ὁ νοῦς ἀποβλέψῃ, οὐκ ἔχων ὅποι στῇ καὶ ἀπερείσηται ταῖς περὶ Θεοῦ φαντασίαις, τὸ ἐνταῦθα ἄπειρον καὶ ἀνέκβατον, ἄναρχον προσηγόρευσεν· ὅταν δὲ εἰς τὰ κάτω καὶ τὰ ἑξῆς, ἀθάνατον καὶ ἀνώλεθρον· ὅταν δὲ συνέλῃ τὸ πᾶν, αἰώνιον. Αἰὼν γὰρ, οὔτε χρόνος, οὔτε χρόνου τι μέρος· οὐδὲ γὰρ μετρητόν· ἀλλ᾿ ὅπερ ἡμῖν ὁ χρόνος, ἡλίου φορᾷ μετρούμενος, τοῦτο τοῖς ἀϊδίοις, αἰὼν, τὸ συμπαρεκτεινόμενον τοῖς οὖσιν, οἷόν τι χρονικὸν κίνημα, καὶ διάστημα. Ταῦτά μοι περὶ Θεοῦ πεφιλοσοφήσθω τανῦν. Οὐδὲ γὰρ ὑπὲρ ταῦτα καιρὸς, ὅτι μὴ θεολογία τὸ προκείμενον ἡμῖν, ἀλλ᾿ οἰκονομία. Θεοῦ δὲ ὅταν εἴπω, λέγω Πατρὸς, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος· οὔτε ὑπὲρ ταῦτα τῆς θεότητος χεομένης, ἵνα μὴ δῆμον θεῶν εἰσαγάγωμεν· οὔτε ἐντὸς τούτων ὁριζομένης, ἵνα μὴ πενίαν θεότητος κατακριθῶμεν, ἢ διὰ τὴν μοναρχίαν Ἰουδαΐζοντες, ἢ διὰ τὴν ἀφθονίαν Ἑλληνίζοντες. Τὸ γὰρ κακὸν ἐν ἀμφοτέροις ὅμοιον, κἂν ἐν τοῖς ἐναντίοις εὑρίσκηται. Οὕτω μὲν οὖν τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, ἃ καὶ τοῖς σεραφὶμ συγκαλύπτεται, καὶ δοξάζεται τρισὶν ἁγιασμοῖς, εἰς μίαν συνιοῦσι κυριότητα καὶ θεότητα· ὃ καὶ ἄλλῳ τινὶ τῶν πρὸ ἡμῶν πεφιλοσόφηται κάλλιστά τε καὶ ὑψηλότατα.
Θ´. Ἐπεὶ δὲ οὐκ ἤρκει τῇ ἀγαθότητι τοῦτο, τὸ κινεῖσθαι μόνον τῇ ἑαυτῆς θεωρίᾳ, ἀλλ᾿ ἔδει χεθῆναι τὸ ἀγαθὸν καὶ ὁδεῦσαι, ὡς πλείονα εἶναι τὰ εὐεργετούμενα (τοῦτο γὰρ τῆς ἄκρας ἦν ἀγαθότητος), πρῶτον μὲν ἐννοεῖ τὰς ἀγγελικὰς δυνάμεις καὶ οὐρανίους· καὶ τὸ ἐννόημα ἔργον ἦν, Λόγῳ συμπληρούμενον, καὶ Πνεύματι τελειούμενον. Καὶ οὕτως ὑπέστησαν λαμπρότητες δεύτεραι, λειτουργοὶ τῆς πρώτης λαμπρότητος· εἴτε νοερὰ πνεύματα, εἴτε πῦρ οἷον ἄϋλον καὶ ἀσώματον, εἴτε τινὰ φύσιν ἄλλην, ὅτι ἐγγυτάτω τῶν εἰρημένων, ταύτας ὑποληπτέον. Βούλομαι μὲν εἰπεῖν, ὅτι ἀκινήτους πρὸς τὸ κακὸν, καὶ μόνην ἐχούσας τὴν τοῦ καλοῦ κίνησιν, ἅτε περὶ Θεὸν οὔσας, καὶ τὰ πρῶτα ἐκ Θεοῦ λαμπομένας· τὰ γὰρ ἐνταῦθα, δευτέρας ἐλλάμψεως Πείθει δέ με, μὴ ἀκινήτους, ἀλλὰ δυσκινήτους, καὶ ὑπολαμβάνειν ταύτας, καὶ λέγειν, ὁ διὰ τὴν λαμπρότητα Ἑωσφόρος, σκότος διὰ τὴν ἔπαρσιν καὶ γενόμενος, καὶ λεγόμενος, αἵ τε ὑπ᾿ αὐτὸν ἀποστατικαὶ δυνάμεις, δημιουργοὶ τῆς κακίας, τῇ τοῦ καλοῦ φυγῇ, καὶ ἡμῖν πρόξενοι.
Ι´. Οὕτω μὲν οὖν ὁ νοητὸς αὐτῷ, καὶ διὰ ταῦτα ὑπέστη κόσμος, ὡς ἐμὲ γοῦν περὶ τούτων φιλοσοφῆσαι, μικρῷ λόγῳ τὰ μεγάλα σταθμώμενον. Ἐπεὶ δὲ τὰ πρῶτα καλῶς εἶχεν αὐτῷ, δεύτερον ἐννοεῖ κόσμον ὑλικὸν καὶ ὁρώμενον· καὶ οὗτός ἐστι τὸ ἐξ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ τῶν ἐν μέσῳ σύστημά τε καὶ σύγκριμα, ἐπαινετὸν μὲν τῆς καθ᾿ ἕκαστον εὐφυΐας, ἀξιεπαινετώτερον δὲ τῆς ἐξ ἁπάντων εὐαρμοστίας καὶ συμφωνίας, ἄλλου πρὸς ἄλλο τι καλῶς ἔχοντος, καὶ πάντων πρὸς ἅπαντα, εἰς ἑνὸς κόσμου συμπλήρωσιν· ἵνα δείξῃ, μὴ μόνον οἰκείαν ἑαυτῷ φύσιν, ἀλλὰ καὶ πάντη ξένην ὑποστήσασθαι δυνατὸς ὤν. Οἰκεῖον μὲν γὰρ θεότητος, αἱ νοεραὶ φύσεις, καὶ νῷ μόνῳ ληπταί· ξένον δὲ παντάπασιν, ὅσαι ὑπὸ τὴν αἴσθησιν, καὶ τούτων αὐτῶν ἔτι ποῤῥωτέρω, ὅσαι παντελῶς ἄψυχοι καὶ ἀκίνητοι· Ἀλλὰ τί τούτων ἡμῖν, τάχα ἂν εἴποι τις τῶν λίαν φιλεόρτων καὶ θερμοτέρων; Κέντει τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν. Τὰ τῆς ἑορτῆς ἡμῖν φιλοσόφει, καὶ οἷς προκαθεζόμεθα σήμερον. Τοῦτο δὴ καὶ ποιήσω, καὶ εἰ μικρὸν ἄνωθεν ἠρξάμην, οὕτω τοῦ πόθου καὶ τοῦ λόγου βιασαμένων.
ΙΑ´. Νοῦς μὲν οὖν ἤδη καὶ αἴσθησις, οὕτως ἀπ᾿ ἀλλήλων διακριθέντα, τῶν ἰδίων ὅρων ἐντὸς εἱστήκεισαν, καὶ τὸ τοῦ δημιουργοῦ Λόγου μεγαλεῖον ἐν ἑαυτοῖς ἔφερον, σιγῶντες ἐπαινέται τῆς μεγαλουργίας, καὶ διαπρύσιοι κήρυκες. Οὔπω δὲ ἦν κρᾶμα ἐξ ἀμφοτέρων, οὐδέ τις μίξις τῶν ἐναντίων, σοφίας μείζονος γνώρισμα, καὶ τῆς περὶ τὰς φύσεις πολυτελείας· οὐδὲ ὁ πᾶς πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος γνώριμος. Τοῦτο δὴ βουληθεὶς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καὶ ζῶον ἓν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου τε λέγω καὶ ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπον· καὶ παρὰ μὲν τῆς ὕλης λαβὼν τὸ σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ᾿ ἑαυτοῦ δὲ πνοὴν ἐνθεὶς (ὃ δὴ νοερὰν ψυχὴν καὶ εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ λόγος), οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπὶ τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητὴν μικτὸν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, πρόσκαιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νοούμενον, μέσον μεγέθους καὶ ταπεινότητος· τὸν αὐτὸν, πνεῦμα καὶ σάρκα· πνεῦμα διὰ τὴν χάριν, σάρκα διὰ τὴν ἔπαρσιν· τὸ μὲν, ἵνα μένῃ καὶ δοξάζῃ τὸν εὐεργέτην· τὸ δὲ, ἵνα πάσχῃ, καὶ πάσχων ὑπομιμνήσκηται καὶ παιδεύηται τῷ μεγέθει φιλοτιμούμενος· ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον, καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον. Εἰς τοῦτο γὰρ ἐμοὶ φέρει τὸ μέτριον ἐνταῦθα φέγγος τῆς ἀληθείας, λαμπρότητα Θεοῦ καὶ ἰδεῖν καὶ παθεῖν, ἀξίαν τοῦ καὶ συνδήσαντος, καὶ λύσοντος, καὶ αὖθις συνδήσοντος ὑψηλότερον.
ΙΒ´. Τοῦτον ἔθετο μὲν ἐν τῷ παραδείσῳ, ὅστις ποτὲ ἦν ὁ παράδεισος οὗτος, τῷ αὐτεξουσίῳ τιμήσας, ἵν᾿ ᾖ τοῦ ἑλομένου τὸ ἀγαθὸν οὐχ ἧττον ἢ τοῦ παρασχόντος τὰ σπέρματα, φυτῶν ἀθανάτων γεωργὸν, θείων ἐννοιῶν ἴσως, τῶν τε ἀπλουστέρων καὶ τῶν τελεωτέρων, γυμνὸν καὶ ἁπλότητι καὶ ζωῇ τῇ ἀτέχνῳ, καὶ δίχα παντὸς ἐπικαλύμματος καὶ προβλήματος. Τοιοῦτον γὰρ ἔπρεπεν εἶναι τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. Καὶ δίδωσι νόμον, ὕλην τῷ αὐτεξουσίῳ. Ὁ δὲ νόμος ἦν ἐντολὴ, ὧν τε μεταληπτέον αὐτῷ φυτῶν, καὶ οὐ μὴ προσαπτέον. Τὸ δὲ ἦν τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, οὔτε φυτευθὲν ἀπ᾿ ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπαγορευθὲν φθονερῶς (μὴ πεμπέτωσαν ἐκεῖ τὰς γλώσσας οἱ θεομάχοι, μηδὲ τὸν ὄφιν μιπείσθωσαν)· ἀλλὰ καλὸν μὲν εὐκαίρως μεταλαμβανόμενον (θεωρία γὰρ ἦν τὸ φυτὸν, ὡς ἡ ἐμὲ θεωρία, ἧς μόνοις ἐπιβαίνειν ἀσφαλὲς τοῖς τὴν ἕξιν τελεωτέροις), οὐ καλὸν δὲ τοῖς ἁπλουστέροις ἔτι, καὶ τὴν ἔφεσιν λιχνοτέροις, ὥσπερ οὐδὲ τροφὴ τελεία λυσιτελὴς τοῖς ἁπαλοῖς ἔτι καὶ δεομένοις γάλακτος. Ἐπεὶ δὲ φθόνῳ διαβόλου, καὶ γυναικὸς ἐπηρείᾳ, ἥν τε ἔπαθεν ὡς ἁπαλωτέρα, καὶ ἢν προσήγαγεν ὡς πιθανωτέρα (φεῦ τῆς ἐμῆς ἀσθενείας! ἐμὴ γὰρ ἡ τοῦ προπάτορος), τῆς μὲν ἐντολῆς ἐπελάθετο τῆς δοθείσης, καὶ ἡττήθη τῆς πικρᾶς γεύσεως· ὁμοῦ δὲ τοῦ τῆς ζωῆς ξύλου, καὶ τοῦ παραδείσου, καὶ τοῦ Θεοῦ, διὰ τὴν κακίαν ἐξόριστος γίνεται, καὶ τοὺς δερματίνους ἀμφιέννυται χιτῶνας, ἴσως τὴν παχυτέραν σάρκα, καὶ θνητὴν, καὶ ἀντίτυπον· καὶ τοῦτο πρῶτον γινώσκει τὴν Ἰδίαν αἰσχύνην, καὶ ἀπὸ Θεοῦ κρύπτεται. Κερδαίνει μέν τι κἀνταῦθα· τὸν θάνατον, καὶ τὸ διακοπῆναι τὴν ἁμαρτίαν, ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν· καὶ γίνεται φιλανθρωπία ἡ τιμωρία. Οὕτω γὰρ ἐγὼ πείθομαι κολάζειν Θεόν.
ΙΓ´. Πολλοῖς δὲ παιδευθεὶς πρότερον, ἀντὶ πολλῶν τῶν ἁμαρτημάτων, ὧν ἡ τῆς κακίας ῥίζα ἐβλάστησε κατὰ διαφόρους αἰτίας καὶ χρόνους, λόγῳ, νόμῳ, προφήταις, εὐεργεσίαις, ἀπειλαῖς, πληγαῖς, ὕδασιν, ἐμπρησμοῖς, πολέμοις, νίκαις, ἥτταις, σημείοις ἐξ οὐρανοῦ, σημείοις ἐξ ἀέρος, ἐκ γῆς, ἐκ θαλάττης, ἀνδρῶν, πόλεων, ἐθνῶν ἀνελπίστοις μεταβολαῖς, ὑφ᾿ ὧν ἐκτριβῆναι τὴν κακίαν τὸ σπουδαζόμενον ἦν. Τέλος ἰσχυροτέρου δεῖται φαρμάκου ἐπὶ δεινοτέροις τοῖς ἀῤῥωστήμασιν, ἀλληλοφονίαις, μοιχείαις, ἐπιορκίαις, ἀνδρομανίαις, τὸ πάντων ἔσχατον τῶν κακῶν καὶ πρῶτον, εἰδωλολατρείαις, καὶ τῇ μεταθέσει τῆς προσκυνήσεως ἀπὸ τοῦ πεποιηκότος ἐπὶ τὰ κτίσματα. Ταῦτα ἐπειδὴ μείζονος ἐδεῖτο τοῦ βοηθήματος, μείζονος καὶ τυγχάνει. Τὸ δὲ ἦν αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀπερίληπτος, ὁ ἀσώματος, ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχὴ, τὸ ἐκ τοῦ φωτὸς φῶς, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας, τὸ ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου κάλλους, ἡ μὴ κινουμένη σφραγὶς, ἡ ἀπαράλλακτος εἰκὼν, ὁ τοῦ Πατρὸς ὅρος καὶ λόγος· ἐπὶ τὴν ἰδίαν εἰκόνα χωρεῖ, καὶ σάρκα φορεῖ διὰ τὴν σάρκα, καὶ ψυχῇ νοερᾷ διὰ τὴν ἐμὴν ψυχὴν μίγνυται, τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ἀνακαθαίρων. Καὶ πάντα γίγνεται, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, ἄνθρωπος· κυηθεὶς μὲν ἐκ τῆς Παρθένου, καὶ ψυχὴν καὶ σάρκα προκαθαρθείσης τῷ Πνεύματι (ἔδει γὰρ καὶ γέννησιν τιμηθῆναι, καὶ παρθενίαν προτιμηθῆναι)· προελθὼν δὲ Θεὸς μετὰ τῆς προσλήψεως, ἓν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκὸς καὶ Πνεύματος· ὧν, τὸ μὲν ἐθέωσε, τὸ δὲ ἐθεώθη. Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! ὁ ὢν γίνεται, καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται, καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης θεότητι, καὶ σαρκὸς παχύτητι. Καὶ ὁ πλουτίζων, πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκα, ἵν᾿ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης, κενοῦται· κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρὸν, ἵν᾿ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος, καὶ οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκὸς, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώσῃ, καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολὺ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· ὅσῳ τότε μὲν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον.
ΙΔ´. Πρὸς ταῦτα τί φασιν ἡμῖν οἱ συκοφάνται, οἱ πικροὶ τῆς θεότητος λογισταὶ, οἱ κατήγοροι τῶν ἐπαινουμένων, οἱ σκοτεινοὶ περὶ τὸ φῶς, οἱ περὶ τὴν σοφίαν ἀπαίδευτοι, ὑπὲρ ὧν Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανε, τὰ ἀχάριστα κτίσματα, τὰ τοῦ Πονηροῦ πλάσματα; Τοῦτο ἐγκαλεῖς Θεῷ, τὴν εὐεργεσίαν; Διὰ τοῦτο μικρὸς, ὅτι διὰ σὲ ταπεινός; Ὅτι ἐπὶ τὸ πλανώμενον ἦλθεν ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς, ὁ τιθεὶς τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων, ἐπὶ τὰ ὄρη καὶ τοὺς βουνοὺς, ἐφ᾿ ὧν ἐθυσίαζες, καὶ πλανώμενον εὗρε· καὶ εὑρὼν, ἐπὶ τῶν ὤμων ἀνέλαβεν, ἐφ᾿ ὧν καὶ τὸ ξύλον· καὶ λαβὼν, ἐπανήγαγεν ἐπὶ τὴν ἄνω ζωήν· καὶ ἀναγαγὼν, τοῖς μένουσι συνηρίθμησεν; Ὅτι λύχνον ἧψε τὴν ἑαυτοῦ σάρκα, καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσε, τῆς ἁμαρτίας τὸν κόσμον ἀποκαθαίρων, καὶ τὴν δραχμὴν ἐζήτησε, τὴν βασιλικὴν εἰκόνα συγκεχωσμένην τοῖς πάθεσι, καὶ συγκαλεῖ τὰς φίλας αὐτῷ δυνάμεις ἐπὶ τῇ τῆς δραχμῆς εὑρέσει, καὶ κοινωνοὺς ποιεῖται τῆς εὐφροσύνης, ἂς καὶ τῆς οἰκονομίας μύστιδας πεποίητο; Ὅτι τῷ προδρόμῳ λύχνῳ τὸ φῶς ἀκολουθεῖ τὸ ὑπέρλαμπρον, καὶ τῇ φωνῇ ὁ Λόγος, καὶ τῷ νυμφαγωγῷ ὁ νυμφίος, κατασκευάζοντι Κυρίῳ λαὸν περιούσιον, καὶ προκαθαίροντι ἐπὶ τὸ Πνεῦμα διὰ τοῦ ὕδατος; Ταῦτα ἐγκαλεῖς τῷ Θεῷ; Διὰ ταῦτα ὑπολαμβάνεις χείρονα, ὅτι λεντίῳ διαζώννυται, καὶ νίπτει τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν, καὶ δείκνυσιν ἀρίστην ὁδὸν ὑψώσεως, τὴν ταπείνωσιν; Ὅτι διὰ τὴν συγκύπτουσαν χαμαὶ ψυχὴν ταπεινοῦται, ἵνα καὶ συνανυψώσῃ τὸ κάτω νεῦον ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας; Ἐκεῖνο δὲ πῶς οὐ κατηγορεῖς, ὅτι καὶ μετὰ τελώνων ἐσθίει, καὶ παρὰ τελώναις, καὶ μαθητεύει τελώνας, ἵνα καὶ αὐτός τι κερδάνῃ; Τί τοῦτο; Τὴν τῶν ἁμαρτωλῶν σωτηρίαν· εἰ μὴ καὶ τὸν ἰατρὸν αἰτιῷτό τις, ὅτι συγκύπτει ἐπὶ τὰ πάθη, καὶ δυσωδίας ἀνέχεται, ἵνα δῷ τὴν ὑγίειαν τοῖς κάμνουσι· καὶ τὸν ἐπικλινόμενον βόθρῳ διὰ φιλανθρωπίαν, ἵνα τὸ ἐμπεπτωκὸς κτῆνος, κατὰ τὸν νόμον, ἀνασώσηται.
ΙΕ´. Ἀπεστάλη μὲν, ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπος· διπλοῦς γὰρ ἦν· ἐπεὶ καὶ ἐκοπίασε, καὶ ἐπείνησε, καὶ ἐδίψησε, καὶ ἠγωνίασε, καὶ ἐδάκρυσε νόμῳ σώματος· εἰ δὲ καὶ ὡς Θεὸς, τί τοῦτο; Τὴν εὐδοκίαν τοῦ Πατρὸς, ἀποστολὴν εἶναι νόμισον, ἐφ᾿ ὃν ἀναφέρει τὰ ἑαυτοῦ, καὶ ὡς ἀρχὴν τιμῶν ἄχρονον, καὶ τοῦ μὴ δοκεῖν εἶναι ἀντίθεος. Ἐπεὶ καὶ παραδεδόσθαι λέγεται, ἀλλὰ καὶ ἑαυτὸν παραδεδωκέναι γέγραπται· καὶ ἐγηγέρθαι παρὰ τοῦ Πατρὸς, καὶ ἀνειλῆφθαι, ἀλλὰ καὶ ἑαυτὸν ἀνεστακέναι, καὶ ἀνεληλυθέναι πάλιν. ἐκεῖνα τῆς εὐδοκίας, ταῦτα τῆς ἐξουσίας. Σὺ δὲ τὰ μὲν ἐλαττοῦντα λέγεις, τὰ ὑψοῦντα δὲ παρατρέχεις· καὶ ὅτι μὲν ἔπαθε, λογίζῃ· ὅτι δὲ ἑκὼν, οὐ προστίθης. Οἷα πάσχει καὶ νῦν ὁ Λόγος! Ὑπὸ μὲν τῶν, ὡς Θεὸς, τιμᾶται καὶ συναλείφεται· ὑπὸ δὲ τῶν, ὡς σὰρξ, ἀτιμάζεται καὶ χωρίζεται. Τίσιν ὀργισθῇ πλέον; Μᾶλλον δὲ τίσιν ἀφῇ; Τοῖς συναιροῦσι κακῶς, ἢ τοῖς τέμνουσι; Καὶ γὰρ κἀκείνους διαιρεῖν ἔδει, καὶ τούτους συνάπτειν· τοὺς μὲν τῷ ἀριθμῷ, τοὺς δὲ τῇ θεότητι. Προσκόπτεις τῇ σαρκί; Τοῦτο καὶ Ἰουδαῖοι. Ἢ καὶ Σαμαρείτην ἀποκαλεῖς; καὶ τὸ ἑξῆς σιωπήσομαι. Ἀπιστεῖς τῇ θεότητι; Τοῦτο οὐδὲ οἱ δαίμονες. Ὦ δαιμόνων ἀπιστότερε, καὶ Ἰουδαίων ἀγνωμονέστερε! Ἐκεῖνοι τὴν τοῦ Υἱοῦ προσηγορίαν, ὁμοτιμίας φωνὴν ἐνόμισαν· οὗτοι τὸν ἐλαύνοντα Θεὸν ᾔδεσαν. Ἐπείθοντο γὰρ ἐξ ὧν ἔπασχον. Σὺ δὲ, οὐδὲ τὴν ἰσότητα δέχῃ, οὐδὲ ὁμολογεῖς τὴν θεότητα. Κρεῖττον ἦν σοι περιτετμῆσθαι καὶ δαιμονᾷν, ἵν᾿ εἴπω τι καὶ γελοίως, ἢ ἐν ἀκροβυστίᾳ καὶ ὑγιείᾳ διακεῖσθαι πονηρῶς καὶ ἀθέως.
ΙϚ´. Μικρὸν μὲν οὖν ὕστερον ὄψει καὶ καθαιρόμενον Ἰησοῦν ἐν τῷ Ἰορδάνῃ τὴν ἐμὴν κάθαρσιν· μᾶλλον δὲ ἁγνίζοντα τῇ καθάρσει τὰ ὕδατα (οὐ γὰρ δὴ αὐτὸς ἐδεῖτο καθάρσεως, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου), καὶ σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς, καὶ ὑπὸ τοῦ συγγενοῦς Πνεύματος μαρτυρούμενον, καὶ πειραζόμενον, καὶ νικῶντα, καὶ ὑπὸ ἀγγέλων ὑπηρετούμενον, καὶ θεραπεύοντα πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν, καὶ ζωοποιοῦντα νεκροὺς (ὡς ὄφελόν γε καὶ σὲ τῇ κακοδοξίᾳ νενεκρωμένον), καὶ δαίμονας ἀπελαύνοντα, τὰ μὲν δι᾿ ἑαυτοῦ, τὰ δὲ διὰ τῶν μαθητῶν, καὶ ἄρτοις ὀλίγοις τρέφοντα μυριάδας, καὶ πεζεύοντα πέλαγος, καὶ προδιδόμενον, καὶ σταυρούμενον, καὶ συσταυροῦντα τὴν ἐμὴν ἁμαρτίαν· ὡς ἀμνὸν προσαγόμενον, καὶ ὡς ἱερέα προσάγοντα, ὡς ἄνθρωπον θαπτόμενον, καὶ ὡς Θεὸν ἐγειρόμενον, εἶτα καὶ ἀνερχόμενον, καὶ ἥξοντα μετὰ τῆς ἑαυτοῦ δόξης. Πόσαι μοι πανηγύρεις καθ᾿ ἕκαστον τῶν τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων! Ὧν ἁπάντων κεφάλαιον ἓν, ἡ ἐμὴ τελείωσις καὶ ἀνάπλασις, καὶ πρὸς τὸν πρῶτον Ἀδὰμ ἐπάνοδος.
ΙΖ´. Νυνὶ δέ μοι δέξαι τὴν κύησιν, καὶ προσκίρτησον· εἰ καὶ μὴ ὡς Ἰωάννης ἀπὸ γαστρὸς, ἀλλ᾿ ὡς Δαβὶδ ἐπὶ τῇ καταπαύσει τῆς κιβωτοῦ. Καὶ τὴν ἀπογραφὴν αἰδέσθητι, δι᾿ ἣν εἰς οὐρανοὺς ἐγράφης· καὶ τὴν γέννησιν σεβάσθητι, δι᾿ ἣν ἐλύθης τῶν δεσμῶν τῆς γεννήσεως· καὶ τὴν Βηθλεὲμ τίμησον τὴν μικρὰν, ἥ σε πρὸς τὸν παράδεισον ἐπανήγαγε· καὶ τὴν φάτνην προσκύνησον, δι᾿ ἣν ἄλογος ὢν, ἐτράφης ὑπὸ τοῦ Λόγου. Γνῶθι, ὡς βοῦς, τὸν κτησάμενον, Ἡσαΐας διακελεύεταί σοι, καὶ, ὡς ὄνος, τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· εἴτε τῶν καθαρῶν τις εἶ, καὶ ὑπὸ τὸν νόμον, καὶ μηρυκισμὸν ἀναγόντων τοῦ λόγου, καὶ πρὸς θυσίαν ἐπιτηδείων· εἴτε τῶν ἀκαθάρτων τέως, καὶ ἀβρώτων, καὶ ἀθύτων, καὶ τῆς ἐθνικῆς μερίδος. Μετὰ τοῦ ἀστέρος δράμε, καὶ μετὰ Μάγων δωροφόρησον, χρυσὸν, καὶ λίβανον, καὶ σμύρναν, ὡς βασιλεῖ, καὶ ὡς Θεῷ, καὶ ὡς διὰ σὲ νεκρῷ. Μετὰ ποιμένων δόξασον, μετὰ ἀγγέλων ὕμνησον, μετὰ ἀρχαγγέλων χόρευσον. Ἔστω κοινὴ πανήγυρις οὐρανίων καὶ ἐπιγείων δυνάμεων. Πείθομαι γὰρ κἀκείνας συναγάλλεσθαι καὶ συμπανηγυρίζειν σήμερον· εἴπερ εἰσὶ φιλάνθρωποι καὶ φιλόθεοι, ὥσπερ ἃς Δαβὶδ εἰσάγει μετὰ τὸ πάθος συνανιούσας Χριστῷ, καὶ προσυπαντώσας, καὶ διακελευομένας ἀλλήλαις τὴν τῶν πυλῶν ἔπαρσιν.
ΙΗ´. Ἓν μίσησον τῶν περὶ τὴν Χριστοῦ γένναν, τὴν Ἡρώδου παιδοκτονίαν· μᾶλλον δὲ καὶ ταύτην αἰδέσθητι, τὴν ἡλικιῶτιν Χριστοῦ θυσίαν, τοῦ καινοῦ σφαγίου προθυομένην. Ἂν εἰς Αἴγυπτον φεύγῃ, προθύμως συμφυγαδεύθητι. Καλὸν τῷ Χριστῷ συμφεύγειν διωκομένῳ. Ἂν ἐν Αἰγύπτῳ βραδύνῃ, κάλεσον αὐτὸν ἐξ Αἰγύπτου, καλῶς ἐκεῖ προσκυνούμενον. Διὰ πασῶν ὅδευσον ἀμέμπτως τῶν ἡλικιῶν Χριστοῦ καὶ δυνάμεων, ὡς Χριστοῦ μαθητής. Ἁγνίσθητι, περιτμήθητι, περιελοῦ τὸ ἀπὸ γενέσεως κάλυμμα. Μετὰ τοῦτο δίδαξον ἐν τῷ ἱερῷ, τοὺς θεοκαπήλους ἀπέλασον· λιθάσθητι, ἂν τοῦτο δέῃ παθεῖν· λήσῃ τοὺς βάλλοντας, εὖ οἶδα, φεύξῃ καὶ διὰ μέσου αὐτῶν, ὡς Θεός. Ὁ Λόγος γὰρ οὐ λιθάζεται. Ἂν Ἡρώδῃ προσαχθῇς, μηδὲ ἀποκριθῇς τὰ πλείω. Αἰδεσθήσεταί σου καὶ τὴν σιωπὴν πλέον ἢ ἄλλων τοὺς μακροὺς λόγους. Ἂν φραγελλωθῇς, καὶ τὰ λειπόμενα ζήτησον. Γεῦσαι χολῆς, διὰ τὴν γεῦσιν· ὄξος ποτίσθητι, ζήτησον ἐμπτύσματα, δέξαι ῥαπίσματα, κολαφίσματα· ἀκάνθαις στεφανώθητι, τῷ τραχεῖ τοῦ κατὰ Θεὸν βίου· περιβαλοῦ τὸ κόκκινον, δέξαι κάλαμον, προσκυνήθητι παρὰ τῶν παιζόντων τὴν ἀλήθειαν· τέλος συσταυρώθητι, συννεκρώθητι, συντάφηθι προθύμως, ἵνα καὶ συναναστῇς, καὶ συνδοξασθῇς, καὶ συμβασιλεύσῃς, Θεὸν ὁρῶν ὅσον ἐστὶ, καὶ ὁρώμενος, τὸν ἐν Τριάδι προσκυνούμενόν τε καὶ δοξαζόμενον, ὃν καὶ νῦν τρανοῦσθαι ἡμῖν εὐχόμεθα, ὅσον ἐφικτὸν τοῖς δεσμίοις τῆς σαρκὸς, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

  Institute of Archaeology and Antiquity

Byzantine Ottoman and Modern Greek Seminars 2011

The Centre’s General Seminar normally meets in the Whitting Room (436), 4th floor, Arts Building on Thursdays at 5.15pm, unless otherwise stated and is open to all interested in the related concerns of the Centre for Byzantine, Ottoman and Modern Greek Studies.


 

Spring Term 2011

27 JanuaryAndrew Jotischky (Lancaster)
St Katharine, Sinai and devotions to saints on the Norman edge
10 FebruaryLucy-anne Hunt (Manchester)
Art, place and pilgrimage: an aspect of art in the Latin kingdom of Jerusalem
10 MarchFrances Durkin (Birmingham)
Crusaders as congregation: sermons, visions and miracles on the First Crusade
Kyle Sinclair (Birmingham)
The Byzantine art of war during the age of the crusades

Two seminar papers at 4.15pm followed by

Michael Angold (Edinburgh)
The crusade and Byzantium: 1204 and 1453 compared
24 MarchJonathan Riley-Smith (Cambridge)
Rewriting the early history of a military order
27-28 June
Re-imagining the Past: Antiquity and Modern Greek Culture (Birmingham)
www.reimaginingthepast.bham.ac.uk
23-25 September
Imperial Legacies in the Mediterranean World (Birmingham)


For more information, please contact the
Convenor: Ruth Macrides

Footer Section

Institute of Archaeology & Antiquity
University of Birmingham
Edgbaston
Birmingham B15 2TT
UK

Tel: +44 (0)121 414 5497
Fax: +44 (0)121 414 3595
Email: iaa@lists.bham.ac.uk

Sons of Constantine

A one-day colloquium at Cardiff University  

 

 

Starts: 19 January 2011
Provisional Programme

 


Nicholas Baker-Brian, Rehabilitating Constantius II: Ancient and Modern Views

Jill Harries, Constans the Hunter: A Late Roman Murder Mystery

Mark Humphries, The Year 350

Michael Saxby, The Coinage of Constantine I and his Sons: Symbols of Power

Alexander Skinner, Constantius II and the Senate of Constantinople

Shaun Tougher, Imperial Blood: Family Relationships in the Dynasty of Constantine the Great

If you wish to attend please confirm by e-mail to either:
Baker-BrianNJ1@cardiff.ac.uk  or  TougherSF@cardiff.ac.uk
Room 2.03, Humanities Building, Colum Drive

Contact

Name: Dr Shaun Tougher
Phone: +44 (0)29 2087 6228

Other information

Open To: Public

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΠΡΥΤΑΝΕΙΑ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ


Τηλ. (2310) 997158, 996778 Fax (2310) 996730 e-mail: louizou@ad.auth.gr
Κτίριο Διοίκησης «Κ. Καραθεοδωρή» Α.Π.Θ., Τ.Κ. 541 24, Θεσσαλονίκη

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
                                                                                Θεσσαλονίκη, 13/12/2010
Ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Εταίρου του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Α.Π.Θ. θα απονεμηθεί στον Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Αγ. Ανδρέα της Σκωτίας, Καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Koc (Κωνσταντινούπολη) και Μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας Επιστημών, Paul Magdalino
 

Η εκδήλωση τιμής θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010 και ώρα 19.00, στις εγκαταστάσεις του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, στο κτίριο «ΜΕΛΙΣΣΑ», Βασιλίσσης Όλγας 36 στη Θεσσαλονίκη.

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης θα δοθεί διάλεξη από τον τιμώμενο Καθηγητή, με θέμα: «Προφητικές στιγμές στη Θεσσαλονίκη το 1258».

Ο κ. Paul Magdalino είναι η πρώτη φορά που τιμάται στην Ελλάδα.

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΙΜΩΜΕΝΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ
Ο Paul Magdalino σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης απ’ όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα. Εκλέχτηκε το 1977 Καθηγητής της Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο St. Andrews της Σκωτίας και από το 2005 είναι Καθηγητής της Ιστορίας στο Koc University της Κωνσταντινούπολης. Δίδαξε ως επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Harvard, στην Ecole des Hautes Etudes en Science Sociales και στην Ecole pratique des Hautes Etudes της Γαλλίας και το 2002 εκλέχτηκε Μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας. Το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο είναι πλουσιότατο. Δημοσίευσε δώδεκα βιβλία και συμμετείχε σε 50 συλλογικές εκδόσεις με αντίστοιχες επιστημονικές μελέτες, ενώ 30 άρθρα του είναι δημοσιευμένα σε διάφορα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά. Είναι Επιστημονικός Κριτής και μέλος Επιστημονικών Επιτροπών των σπουδαιότερων εκδοτικών προγραμμάτων, όπως η σειρά μονογραφιών των εκδόσεων Brill, η σειρά «Oxford Studies in Byzantium» του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, το Προσωπογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας της Βρετανικής Ακαδημίας, της Επιτροπής εκδόσεων του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Dumbarton Oaks της Αμερικής.

Ο Καθηγητής Paul Magdalino εξακολουθεί να εργάζεται με ζήλο για τις Βυζαντινές Σπουδές και τρία ακόμη βιβλία του θα κυκλοφορήσουν σύντομα από γνωστούς διεθνώς εκδοτικούς οίκους.